Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
λευ-καί-νω
Μορφολογία
λευκαίνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λευκαίνω | λευκαίνουμε & λευκαίνομε διαλ. |
Β | λευκαίνεις | λευκαίνετε |
Γ | λευκαίνει | λευκαίνουν & λευκαίνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λεύκαινε | λευκαίνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | λευκαίνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λεύκανα | λευκάναμε |
Β | λεύκανες | λευκάνατε |
Γ | λεύκανε | λεύκαναν & λευκάνανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λευκάνω | λευκάνουμε & λευκάνομε διαλ. |
Β | λευκάνεις | λευκάνετε |
Γ | λευκάνει | λευκάνουν & λευκάνουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λεύκανε | λευκάνετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | λευκάνει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λεύκαινα | λευκαίναμε |
Β | λεύκαινες | λευκαίνατε |
Γ | λεύκαινε | λεύκαιναν & λευκαίνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λευκαίνομαι | λευκαινόμαστε |
Β | λευκαίνεσαι | λευκαίνεστε & λευκαινόσαστε προφ. |
Γ | λευκαίνεται | λευκαίνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λευκάνθηκα | λευκανθήκαμε |
Β | λευκάνθηκες | λευκανθήκατε |
Γ | λευκάνθηκε | λευκάνθηκαν & λευκανθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λευκανθώ | λευκανθούμε |
Β | λευκανθείς | λευκανθείτε |
Γ | λευκανθεί | λευκανθούν & λευκανθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | λευκανθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λευκαινόμουν & λευκαινόμουνα προφ. | λευκαινόμασταν & λευκαινόμαστε |
Β | λευκαινόσουν & λευκαινόσουνα προφ. | λευκαινόσασταν & λευκαινόσαστε προφ. |
Γ | λευκαινόταν & λευκαινότανε προφ. | λευκαίνονταν & λευκαινόντανε προφ. & λευκαινόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | λευκασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
λευκαίνω ρήμ. λόγ.
Σ: ασπρίζω1, ξασπρίζω1: Ο χυμός λεμονιού λευκαίνει την επιδερμίδα. / Τα μαλλιά λευκαίνουν με την ηλικία.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.