Λεξισκόπιο: λαλάει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λα-λά-ει

Μορφολογία

λαλάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλαλώ & λαλάω προφ. λαλάμε & λαλούμε
Βλαλάςλαλάτε
Γλαλά & λαλάει προφ. λαλούν & λαλάν προφ. & λαλάνε προφ. & λαλούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βλαλάτε
Ενεστώτας-Μετοχήλαλώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλάλησαλαλήσαμε
Βλάλησεςλαλήσατε
Γλάλησελάλησαν & λαλήσαν προφ. & λαλήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλαλήσωλαλήσουμε & λαλήσομε διαλ.
Βλαλήσειςλαλήσετε
Γλαλήσειλαλήσουν & λαλήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλάλησελαλήσετε & λαλήστε
Αόριστος-Απαρέμφατολαλήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλαλούσα & λάλαγα προφ. λαλούσαμε & λαλάγαμε προφ.
Βλαλούσες & λάλαγες προφ. λαλούσατε & λαλάγατε προφ.
Γλαλούσε & λάλαγε προφ. λαλούσαν & λάλαγαν προφ. & λαλάγαν προφ. & λαλάγανε προφ. & λαλούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήλαλημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

λαλάω ρήμ. προφ.

Σμιλάω

λαλάει

  1. Σκελαηδάει
  2. Σκράζει λαϊκ.+λογοτ., κρώζει
  3. Σηχεί, παίζει4: Να λαλήσουν τα όργανα.

λάλησα

Στρελάθηκε, παλάβωσε: Κοντεύει να λαλήσει από την πολλή κλεισούρα.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.