Λεξισκόπιο: κρυφακούω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κρυ-φα-κού-ω

Μορφολογία

κρυφακούω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρυφακούωκρυφακούμε
Βκρυφακούςκρυφακούτε
Γκρυφακούεικρυφακούν & κρυφακούνε
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκρυφάκου & κρυφάκουγε προφ. κρυφακούτε
Ενεστώτας-Μετοχήκρυφακούγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρυφάκουσακρυφακούσαμε
Βκρυφάκουσεςκρυφακούσατε
Γκρυφάκουσεκρυφάκουσαν & κρυφακούσαν προφ. & κρυφακούσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρυφακούσωκρυφακούσουμε & κρυφακούσομε διαλ.
Βκρυφακούσειςκρυφακούσετε
Γκρυφακούσεικρυφακούσουν & κρυφακούσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκρυφάκουσεκρυφακούστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκρυφακούσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρυφάκουγακρυφακούγαμε
Βκρυφάκουγεςκρυφακούγατε
Γκρυφάκουγεκρυφάκουγαν & κρυφακούγαν προφ. & κρυφακούγανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

κρυφακούω ρήμ.

Σστήνω αυτί1

Προθήματα - Επιθήματα

κρυφο- [krifo]

κρυφό- [krifó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
κρυφ- [krif] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο κρυφός.

1. Με μυστικότητα

Το κρυφο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάποιος κάνει κάτι με τρόπο που να μη γίνεται αντιληπτός. Για παράδειγμα, όταν κρυφοκοιτάζω κοιτάζω έτσι ώστε να μη με καταλάβει κανένας.

κρυφόγελο

κρυφακούω

κρυφοκοίταγμα

κρυφογελάω/-ώ

κρυφοκαίω

κρυφοκαμαρώνω

κρυφοκοιτάζω

κρυφομιλάω/-ώ

κρυφοχαίρομαι

⇨ Με παρόμοια σημασία βλ. και κρυψι-*, κρυπτο-*.


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.