Λεξισκόπιο: κουμαντάρω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κου-μα-ντά-ρω

Μορφολογία

κουμαντάρω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακουμαντάρωκουμαντάρουμε & κουμαντάρομε διαλ.
Βκουμάνταρε & κουμαντάρειςκουμαντάρετε
Γκουμαντάρεικουμαντάρουν & κουμαντάρουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκουμάνταρε & κουμαντάριζεκουμαντάρετε
Ενεστώτας-Μετοχήκουμαντάροντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακουμάνταρα & κουμαντάρισακουμαντάραμε
Βκουμάνταρε & κουμάνταρες & κουμαντάρισεςκουμαντάρατε & κουμαντάρετε
Γκουμάνταρε & κουμαντάρισεκουμάνταραν & κουμαντάρισαν & κουμαντάραν προφ. & κουμαντάρανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακουμαντάρωκουμαντάρουμε & κουμαντάρομε διαλ.
Βκουμαντάρειςκουμαντάρετε
Γκουμαντάρεικουμαντάρουν & κουμαντάρουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκουμάνταρε & κουμαντάρισεκουμαντάρετε
Αόριστος-Απαρέμφατοκουμαντάρει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακουμάνταρα & κουμαντάριζακουμαντάραμε
Βκουμάνταρες & κουμαντάριζεςκουμαντάρατε
Γκουμάνταρε & κουμαντάριζεκουμάνταραν & κουμαντάριζαν & κουμαντάρονταν & κουμαντάραν προφ. & κουμαντάρανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακουμαντάρομαικουμανταριζόμαστε & κουμανταρόμαστε
Βκουμαντάρεσαικουμαντάρεστε
Γκουμαντάρεταικουμαντάρονται
Παρακείμενος-Μετοχήκουμανταρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κουμαντάρω ρήμ. προφ.

  1. Σδιευθύνω1, διαχειρίζομαι1: Το σπίτι το κουμαντάριζε η μάνα μου.
  2. Σχειρίζομαι3, κουλαντρίζω προφ., φέρνω βόλτα, κάνω καλά2

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.