Λεξισκόπιο: κοντινότερος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κο-ντι-νό-τε-ρος

Μορφολογία

κοντινός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοντινόςοικοντινοί
Γενικήτουκοντινούτωνκοντινών
Αιτιατικήτονκοντινότουςκοντινούς
Κλητική κοντινέ κοντινοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοντινήοικοντινές
Γενικήτηςκοντινήςτωνκοντινών
Αιτιατικήτηνκοντινήτιςκοντινές
Κλητική κοντινή κοντινές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοντινότακοντινά
Γενικήτουκοντινούτωνκοντινών
Αιτιατικήτοκοντινότακοντινά
Κλητική κοντινό κοντινά

κοντινότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοντινότεροςοικοντινότεροι
Γενικήτουκοντινότερουτωνκοντινότερων
Αιτιατικήτονκοντινότεροτουςκοντινότερους
Κλητική κοντινότερε κοντινότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοντινότερηοικοντινότερες
Γενικήτηςκοντινότερηςτωνκοντινότερων
Αιτιατικήτηνκοντινότερητιςκοντινότερες
Κλητική κοντινότερη κοντινότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοντινότεροτακοντινότερα
Γενικήτουκοντινότερουτωνκοντινότερων
Αιτιατικήτοκοντινότεροτακοντινότερα
Κλητική κοντινότερο κοντινότερα

κοντινότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοντινότατοςοικοντινότατοι
Γενικήτουκοντινότατουτωνκοντινότατων
Αιτιατικήτονκοντινότατοτουςκοντινότατους
Κλητική κοντινότατε κοντινότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοντινότατηοικοντινότατες
Γενικήτηςκοντινότατηςτωνκοντινότατων
Αιτιατικήτηνκοντινότατητιςκοντινότατες
Κλητική κοντινότατη κοντινότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοντινότατοτακοντινότατα
Γενικήτουκοντινότατουτωνκοντινότατων
Αιτιατικήτοκοντινότατοτακοντινότατα
Κλητική κοντινότατο κοντινότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

κοντινότερος επίθ.

Σπλησιέστερος


κοντινός επίθ.

  1. Σδιπλανός2, γειτονικός: κοντινό χωριό Αμακρινός3, απομακρυσμένος
  2. Σπρόσφατος2: κοντινό παρελθόν
  3. Σάμεσος3: κοντινό μέλλον Ααπώτερος1 λόγ.
  4. Σστενός4: κοντινός συγγενής

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.