Λεξισκόπιο: κινδυνεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κιν-δυ-νεύ-ω

Μορφολογία

κινδυνεύω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακινδυνεύωκινδυνεύουμε & κινδυνεύομε διαλ.
Βκινδυνεύειςκινδυνεύετε
Γκινδυνεύεικινδυνεύουν & κινδυνεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκινδύνευεκινδυνεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήκινδυνεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακινδύνευσα & κινδύνεψακινδυνέψαμε & κινδυνεύσαμε
Βκινδύνευσες & κινδύνεψεςκινδυνέψατε & κινδυνεύσατε
Γκινδύνευσε & κινδύνεψεκινδύνευσαν & κινδύνεψαν & κινδυνέψαν προφ. & κινδυνέψανε προφ. & κινδυνεύσαν προφ. & κινδυνεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακινδυνέψω & κινδυνεύσωκινδυνέψουμε & κινδυνεύσουμε & κινδυνέψομε διαλ. & κινδυνεύσομε διαλ.
Βκινδυνέψεις & κινδυνεύσειςκινδυνέψετε & κινδυνεύσετε
Γκινδυνέψει & κινδυνεύσεικινδυνέψουν & κινδυνεύσουν & κινδυνέψουνε προφ. & κινδυνεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκινδύνευσε & κινδύνεψεκινδυνέψτε & κινδυνεύσετε & κινδυνεύστε & κινδυνεύτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκινδυνέψει & κινδυνεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακινδύνευακινδυνεύαμε
Βκινδύνευεςκινδυνεύατε
Γκινδύνευεκινδύνευαν & κινδυνεύαν προφ. & κινδυνεύανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

κινδυνεύω ρήμ.

  1. Σαπειλούμαι, διατρέχω κίνδυνο
  2. Σκοντεύω2, πάω10: Πολλά είδη ψαριών κινδυνεύουν να χαθούν.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.