Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
κα-τα-δει-κνύ-ω
Μορφολογία
καταδεικνύω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταδεικνύω | καταδεικνύουμε & καταδεικνύομε διαλ. |
Β | καταδεικνύεις | καταδεικνύετε |
Γ | καταδεικνύει | καταδεικνύουν & καταδεικνύουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καταδείκνυε | καταδεικνύετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | καταδεικνύοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κατέδειξα & κατάδειξα προφ. | καταδείξαμε |
Β | κατέδειξες & κατάδειξες προφ. | καταδείξατε |
Γ | κατέδειξε & κατάδειξε προφ. | κατέδειξαν & κατάδειξαν προφ. & καταδείξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταδείξω | καταδείξουμε & καταδείξομε διαλ. |
Β | καταδείξεις | καταδείξετε |
Γ | καταδείξει | καταδείξουν & καταδείξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κατάδειξε | καταδείξετε & καταδείξτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | καταδείξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταδείκνυα | --- |
Β | καταδείκνυες | --- |
Γ | καταδείκνυε | καταδείκνυαν & καταδεικνύανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταδεικνύομαι | καταδεικνυόμαστε |
Β | καταδεικνύεσαι | καταδεικνύεστε & καταδεικνυόσαστε προφ. |
Γ | καταδεικνύεται | καταδεικνύονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | καταδεικνύεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | καταδεικνυόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταδείχθηκα | καταδειχθήκαμε |
Β | καταδείχθηκες | καταδειχθήκατε |
Γ | καταδείχθηκε | καταδείχθηκαν & καταδειχθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταδειχθώ | καταδειχθούμε |
Β | καταδειχθείς | καταδειχθείτε |
Γ | καταδειχθεί | καταδειχθούν & καταδειχθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καταδείξου | καταδειχθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | καταδειχθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταδεικνυόμουν & καταδεικνυόμουνα προφ. | καταδεικνυόμασταν & καταδεικνυόμαστε |
Β | καταδεικνυόσουν & καταδεικνυόσουνα προφ. | καταδεικνυόσασταν & καταδεικνυόσαστε προφ. |
Γ | καταδεικνυόταν & καταδεικνυότανε προφ. | καταδεικνύονταν & καταδεικνυόντανε προφ. & καταδεικνυόντουσαν προφ. |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
καταδεικνύω ρήμ. λόγ.
Σ: αποδεικνύω, δείχνω3: Τα στοιχεία καταδεικνύουν την αθωότητα του κατηγορουμένου.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.