Λεξισκόπιο: κατάλαβα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τά-λα-βα

Μορφολογία

καταλαβαίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταλαβαίνωκαταλαβαίνουμε & καταλαβαίνομε διαλ.
Βκαταλαβαίνειςκαταλαβαίνετε
Γκαταλαβαίνεικαταλαβαίνουν & καταλαβαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταλάβαινεκαταλαβαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαταλαβαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατάλαβακαταλάβαμε
Βκατάλαβεςκαταλάβατε
Γκατάλαβεκατάλαβαν & καταλάβαν προφ. & καταλάβανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταλάβωκαταλάβουμε & καταλάβομε διαλ.
Βκαταλάβειςκαταλάβετε
Γκαταλάβεικαταλάβουν & καταλάβουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατάλαβεκαταλάβετε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαταλάβει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταλάβαινακαταλαβαίναμε
Βκαταλάβαινεςκαταλαβαίνατε
Γκαταλάβαινεκαταλάβαιναν & καταλαβαίναν προφ. & καταλαβαίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
Πληθυντικός
Ακαταλαβαινόμαστε προφ.
Βκαταλαβαίνεστε προφ. & καταλαβαινόσαστε προφ.
Γκαταλαβαίνονται προφ.
Παρατατικός-Οριστική
Πληθυντικός
Ακαταλαβαινόμασταν προφ. & καταλαβαινόμαστε προφ.
Βκαταλαβαινόσασταν προφ. & καταλαβαινόσαστε προφ.
Γκαταλαβαίνονταν προφ. & καταλαβαινόντανε προφ. & καταλαβαινόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

καταλαβαίνω ρήμ.

  1. Σκατανοώ1: Δεν καταλαβαίνω αυτή τη λέξη.
  2. Σχαμπαριάζω1 λαϊκ., σκαμπάζω προφ.: Από πολιτική δεν καταλαβαίνει.
  3. Σαντιλαμβάνομαι2, συνειδητοποιώ, παίρνω είδηση: Βρέθηκε μπλεγμένη χωρίς καλά καλά να το καταλάβει.
  4. Σαισθάνομαι2: Δεν το καταλαβαίνεις το κρύο.
  5. Σσυμμερίζομαι1, δείχνω κατανόηση: Καταλαβαίνω τον εκνευρισμό της.
  6. Σβγάζω11: Δεν καταλαβαίνω τα γράμματά της.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.