Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
κα-θρε-φτί-ζει
Μορφολογία
καθρεφτίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρεφτίζω | καθρεφτίζουμε & καθρεφτίζομε διαλ. |
Β | καθρεφτίζεις | καθρεφτίζετε |
Γ | καθρεφτίζει | καθρεφτίζουν & καθρεφτίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καθρέφτιζε | καθρεφτίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | καθρεφτίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρέφτισα | καθρεφτίσαμε |
Β | καθρέφτισες | καθρεφτίσατε |
Γ | καθρέφτισε | καθρέφτισαν & καθρεφτίσαν προφ. & καθρεφτίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρεφτίσω | καθρεφτίσουμε & καθρεφτίσομε διαλ. |
Β | καθρεφτίσεις | καθρεφτίσετε |
Γ | καθρεφτίσει | καθρεφτίσουν & καθρεφτίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καθρέφτισε | καθρεφτίσετε & καθρεφτίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | καθρεφτίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρέφτιζα | καθρεφτίζαμε |
Β | καθρέφτιζες | καθρεφτίζατε |
Γ | καθρέφτιζε | καθρέφτιζαν & καθρεφτίζαν προφ. & καθρεφτίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρεφτίζομαι | καθρεφτιζόμαστε |
Β | καθρεφτίζεσαι | καθρεφτίζεστε & καθρεφτιζόσαστε προφ. |
Γ | καθρεφτίζεται | καθρεφτίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | καθρεφτίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | καθρεφτιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρεφτίστηκα & καθρεφτίσθηκα λόγ. | καθρεφτιστήκαμε & καθρεφτισθήκαμε λόγ. |
Β | καθρεφτίστηκες & καθρεφτίσθηκες λόγ. | καθρεφτιστήκατε & καθρεφτισθήκατε λόγ. |
Γ | καθρεφτίστηκε & καθρεφτίσθηκε λόγ. | καθρεφτίστηκαν & καθρεφτίσθηκαν λόγ. & καθρεφτιστήκαν προφ. & καθρεφτιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρεφτιστώ & καθρεφτισθώ λόγ. | καθρεφτιστούμε & καθρεφτισθούμε λόγ. |
Β | καθρεφτιστείς & καθρεφτισθείς λόγ. | καθρεφτιστείτε & καθρεφτισθείτε λόγ. |
Γ | καθρεφτιστεί & καθρεφτισθεί λόγ. | καθρεφτιστούν & καθρεφτισθούν λόγ. & καθρεφτισθούνε λόγ. & καθρεφτιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καθρεφτίσου | καθρεφτιστείτε & καθρεφτισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | καθρεφτιστεί & καθρεφτισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καθρεφτιζόμουν & καθρεφτιζόμουνα προφ. | καθρεφτιζόμασταν & καθρεφτιζόμαστε |
Β | καθρεφτιζόσουν & καθρεφτιζόσουνα προφ. | καθρεφτιζόσασταν & καθρεφτιζόσαστε προφ. |
Γ | καθρεφτιζόταν & καθρεφτιζότανε προφ. | καθρεφτίζονταν & καθρεφτιζόντανε προφ. & καθρεφτιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | καθρεφτισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
καθρεφτίζει ρήμ.
Σ: αντανακλά1, αντικατοπτρίζει1
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.