Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
κα-θο-λι-κός
Μορφολογία
καθολικός1 επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | καθολικός | οι | καθολικοί |
Γενική | του | καθολικού | των | καθολικών |
Αιτιατική | τον | καθολικό | τους | καθολικούς |
Κλητική | | καθολικέ | | καθολικοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | καθολική | οι | καθολικές |
Γενική | της | καθολικής | των | καθολικών |
Αιτιατική | την | καθολική | τις | καθολικές |
Κλητική | | καθολική | | καθολικές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | καθολικό | τα | καθολικά |
Γενική | του | καθολικού | των | καθολικών |
Αιτιατική | το | καθολικό | τα | καθολικά |
Κλητική | | καθολικό | | καθολικά |
|
καθολικότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | καθολικότερος | οι | καθολικότεροι |
Γενική | του | καθολικότερου | των | καθολικότερων |
Αιτιατική | τον | καθολικότερο | τους | καθολικότερους |
Κλητική | | καθολικότερε | | καθολικότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | καθολικότερη | οι | καθολικότερες |
Γενική | της | καθολικότερης | των | καθολικότερων |
Αιτιατική | την | καθολικότερη | τις | καθολικότερες |
Κλητική | | καθολικότερη | | καθολικότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | καθολικότερο | τα | καθολικότερα |
Γενική | του | καθολικότερου | των | καθολικότερων |
Αιτιατική | το | καθολικότερο | τα | καθολικότερα |
Κλητική | | καθολικότερο | | καθολικότερα |
|
καθολικότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | καθολικότατος | οι | καθολικότατοι |
Γενική | του | καθολικότατου | των | καθολικότατων |
Αιτιατική | τον | καθολικότατο | τους | καθολικότατους |
Κλητική | | καθολικότατε | | καθολικότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | καθολικότατη | οι | καθολικότατες |
Γενική | της | καθολικότατης | των | καθολικότατων |
Αιτιατική | την | καθολικότατη | τις | καθολικότατες |
Κλητική | | καθολικότατη | | καθολικότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | καθολικότατο | τα | καθολικότατα |
Γενική | του | καθολικότατου | των | καθολικότατων |
Αιτιατική | το | καθολικότατο | τα | καθολικότατα |
Κλητική | | καθολικότατο | | καθολικότατα |
|
καθολικός2 επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | καθολικός | οι | καθολικοί |
Γενική | του | καθολικού | των | καθολικών |
Αιτιατική | τον | καθολικό | τους | καθολικούς |
Κλητική | | καθολικέ | | καθολικοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | καθολική & καθολικιά | οι | καθολικές & καθολικιές |
Γενική | της | καθολικής & καθολικιάς | των | καθολικιών & καθολικών |
Αιτιατική | την | καθολική & καθολικιά | τις | καθολικές & καθολικιές |
Κλητική | | καθολική & καθολικιά | | καθολικές & καθολικιές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | καθολικό | τα | καθολικά |
Γενική | του | καθολικού | των | καθολικών |
Αιτιατική | το | καθολικό | τα | καθολικά |
Κλητική | | καθολικό | | καθολικά |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
καθολικός1 επίθ.
- Σ: γενικός1, συνολικός2: καθολική ανάλυση Α: ειδικός
- Σ: ολοκληρωτικός1, πλήρης3: καθολική ήττα
καθολικός2 επίθ.
- Σ: ρωμαιοκαθολικός
- Σ: φράγκικος παρωχ.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.