Λεξισκόπιο: καθησυχάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-θη-συ-χά-ζω

Μορφολογία

καθησυχάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησυχάζωκαθησυχάζουμε & καθησυχάζομε διαλ.
Βκαθησυχάζειςκαθησυχάζετε
Γκαθησυχάζεικαθησυχάζουν & καθησυχάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθησύχαζεκαθησυχάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαθησυχάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησύχασακαθησυχάσαμε
Βκαθησύχασεςκαθησυχάσατε
Γκαθησύχασεκαθησύχασαν & καθησυχάσαν προφ. & καθησυχάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησυχάσωκαθησυχάσουμε & καθησυχάσομε διαλ.
Βκαθησυχάσειςκαθησυχάσετε
Γκαθησυχάσεικαθησυχάσουν & καθησυχάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθησύχασεκαθησυχάσετε & καθησυχάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαθησυχάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησύχαζακαθησυχάζαμε
Βκαθησύχαζεςκαθησυχάζατε
Γκαθησύχαζεκαθησύχαζαν & καθησυχάζαν προφ. & καθησυχάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησυχάζομαικαθησυχαζόμαστε
Βκαθησυχάζεσαικαθησυχάζεστε & καθησυχαζόσαστε προφ.
Γκαθησυχάζεταικαθησυχάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαθησυχάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαθησυχαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησυχάστηκακαθησυχαστήκαμε
Βκαθησυχάστηκεςκαθησυχαστήκατε
Γκαθησυχάστηκεκαθησυχάστηκαν & καθησυχαστήκαν προφ. & καθησυχαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησυχαστώκαθησυχαστούμε
Βκαθησυχαστείςκαθησυχαστείτε
Γκαθησυχαστείκαθησυχαστούν & καθησυχαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθησυχάσουκαθησυχαστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαθησυχαστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθησυχαζόμουν & καθησυχαζόμουνα προφ. καθησυχαζόμασταν & καθησυχαζόμαστε
Βκαθησυχαζόσουν & καθησυχαζόσουνα προφ. καθησυχαζόσασταν & καθησυχαζόσαστε προφ.
Γκαθησυχαζόταν & καθησυχαζότανε προφ. καθησυχάζονταν & καθησυχαζόντανε προφ. & καθησυχαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαθησυχασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καθησυχάζω ρήμ.

Σηρεμώ1, ησυχάζω2, γαληνεύω2, ημερεύω3


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.