Λεξισκόπιο: ισοζυγίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ι-σο-ζυ-γί-ζω

Μορφολογία

ισοζυγίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζυγίζωισοζυγίζουμε & ισοζυγίζομε διαλ.
Βισοζυγίζειςισοζυγίζετε
Γισοζυγίζειισοζυγίζουν & ισοζυγίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βισοζύγιζεισοζυγίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήισοζυγίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζύγισαισοζυγίσαμε
Βισοζύγισεςισοζυγίσατε
Γισοζύγισεισοζύγισαν & ισοζυγίσαν προφ. & ισοζυγίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζυγίσωισοζυγίσουμε & ισοζυγίσομε διαλ.
Βισοζυγίσειςισοζυγίσετε
Γισοζυγίσειισοζυγίσουν & ισοζυγίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βισοζύγισεισοζυγίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοισοζυγίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζύγιζαισοζυγίζαμε
Βισοζύγιζεςισοζυγίζατε
Γισοζύγιζεισοζύγιζαν & ισοζυγίζαν προφ. & ισοζυγίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζυγίζομαιισοζυγιζόμαστε
Βισοζυγίζεσαιισοζυγίζεστε & ισοζυγιζόσαστε προφ.
Γισοζυγίζεταιισοζυγίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βισοζυγίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήισοζυγιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζυγίστηκα & ισοζυγίσθηκα λόγ. ισοζυγιστήκαμε & ισοζυγισθήκαμε λόγ.
Βισοζυγίστηκες & ισοζυγίσθηκες λόγ. ισοζυγιστήκατε & ισοζυγισθήκατε λόγ.
Γισοζυγίστηκε & ισοζυγίσθηκε λόγ. ισοζυγίστηκαν & ισοζυγίσθηκαν λόγ. & ισοζυγιστήκαν προφ. & ισοζυγιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζυγιστώ & ισοζυγισθώ λόγ. ισοζυγιστούμε & ισοζυγισθούμε λόγ.
Βισοζυγιστείς & ισοζυγισθείς λόγ. ισοζυγιστείτε & ισοζυγισθείτε λόγ.
Γισοζυγιστεί & ισοζυγισθεί λόγ. ισοζυγιστούν & ισοζυγισθούν λόγ. & ισοζυγισθούνε λόγ. & ισοζυγιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βισοζυγίσουισοζυγιστείτε & ισοζυγισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοισοζυγιστεί & ισοζυγισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισοζυγιζόμουν & ισοζυγιζόμουνα προφ. ισοζυγιζόμασταν & ισοζυγιζόμαστε
Βισοζυγιζόσουν & ισοζυγιζόσουνα προφ. ισοζυγιζόσασταν & ισοζυγιζόσαστε προφ.
Γισοζυγιζόταν & ισοζυγιζότανε προφ. ισοζυγίζονταν & ισοζυγιζόντανε προφ. & ισοζυγιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήισοζυγισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ισοζυγίζω & ισοζυγιάζω ρήμ.

Σεξισορροπώ1, ισοσταθμίζω, ισοσκελίζω: Κατάφερε να ισοζυγίσει τα έσοδα και τα έξοδα.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.