Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
θυ-μια-τί-ζω
Μορφολογία
θυμιατίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιατίζω | θυμιατίζουμε & θυμιατίζομε διαλ. |
Β | θυμιατίζεις | θυμιατίζετε |
Γ | θυμιατίζει | θυμιατίζουν & θυμιατίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | θυμιάτιζε | θυμιατίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | θυμιατίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιάτισα | θυμιατίσαμε |
Β | θυμιάτισες | θυμιατίσατε |
Γ | θυμιάτισε | θυμιάτισαν & θυμιατίσαν προφ. & θυμιατίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιατίσω | θυμιατίσουμε & θυμιατίσομε διαλ. |
Β | θυμιατίσεις | θυμιατίσετε |
Γ | θυμιατίσει | θυμιατίσουν & θυμιατίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | θυμιάτισε | θυμιατίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | θυμιατίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιάτιζα | θυμιατίζαμε |
Β | θυμιάτιζες | θυμιατίζατε |
Γ | θυμιάτιζε | θυμιάτιζαν & θυμιατίζαν προφ. & θυμιατίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιατίζομαι | θυμιατιζόμαστε |
Β | θυμιατίζεσαι | θυμιατίζεστε & θυμιατιζόσαστε προφ. |
Γ | θυμιατίζεται | θυμιατίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | θυμιατίζεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιατίστηκα | θυμιατιστήκαμε |
Β | θυμιατίστηκες | θυμιατιστήκατε |
Γ | θυμιατίστηκε | θυμιατίστηκαν & θυμιατιστήκαν προφ. & θυμιατιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιατιστώ | θυμιατιστούμε |
Β | θυμιατιστείς | θυμιατιστείτε |
Γ | θυμιατιστεί | θυμιατιστούν & θυμιατιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | θυμιατίσου | θυμιατιστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | θυμιατιστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θυμιατιζόμουν & θυμιατιζόμουνα προφ. | θυμιατιζόμασταν & θυμιατιζόμαστε |
Β | θυμιατιζόσουν & θυμιατιζόσουνα προφ. | θυμιατιζόσασταν & θυμιατιζόσαστε προφ. |
Γ | θυμιατιζόταν & θυμιατιζότανε προφ. | θυμιατίζονταν & θυμιατιζόντανε προφ. & θυμιατιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | θυμιατισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
θυμιατίζω ρήμ.
Σ: λιβανίζω1
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.