Λεξισκόπιο: θλιμμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θλιμ-μέ-νος

Μορφολογία

θλίβω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθλίβωθλίβουμε & θλίβομε διαλ.
Βθλίβειςθλίβετε
Γθλίβειθλίβουν & θλίβουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθλίβεθλίβετε
Ενεστώτας-Μετοχήθλίβοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέθλιψαθλίψαμε
Βέθλιψεςθλίψατε
Γέθλιψεέθλιψαν & θλίψαν προφ. & θλίψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθλίψωθλίψουμε & θλίψομε διαλ.
Βθλίψειςθλίψετε
Γθλίψειθλίψουν & θλίψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθλίψεθλίψετε & θλίψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοθλίψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέθλιβαθλίβαμε
Βέθλιβεςθλίβατε
Γέθλιβεέθλιβαν & θλίβαν προφ. & θλίβανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθλίβομαιθλιβόμαστε
Βθλίβεσαιθλίβεστε & θλιβόσαστε προφ.
Γθλίβεταιθλίβονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθλίβεστε
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθλιβόμουν & θλιβόμουνα προφ. θλιβόμασταν & θλιβόμαστε
Βθλιβόσουν & θλιβόσουνα προφ. θλιβόσασταν & θλιβόσαστε προφ.
Γθλιβόταν & θλιβότανε προφ. θλίβονταν & θλιβόντανε προφ. & θλιβόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήθλιμμένος

θλιμμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοθλιμμένος & τεθλιμμένος λόγ. οιθλιμμένοι & τεθλιμμένοι λόγ.
Γενικήτουθλιμμένου & τεθλιμμένου λόγ. τωνθλιμμένων & τεθλιμμένων λόγ.
Αιτιατικήτοθλιμμένο & τεθλιμμένο λόγ. τουςθλιμμένους & τεθλιμμένους λόγ.
Κλητική θλιμμένε & τεθλιμμένε λόγ.  θλιμμένοι & τεθλιμμένοι λόγ.
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηθλιμμένη & τεθλιμμένη λόγ. οιθλιμμένες & τεθλιμμένες λόγ.
Γενικήτηςθλιμμένης & τεθλιμμένης λόγ. τωνθλιμμένων & τεθλιμμένων λόγ.
Αιτιατικήτηθλιμμένη & τεθλιμμένη λόγ. τιςθλιμμένες & τεθλιμμένες λόγ.
Κλητική θλιμμένη & τεθλιμμένη λόγ.  θλιμμένες & τεθλιμμένες λόγ.
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοθλιμμένο & τεθλιμμένο λόγ. ταθλιμμένα & τεθλιμμένα λόγ.
Γενικήτουθλιμμένου & τεθλιμμένου λόγ. τωνθλιμμένων & τεθλιμμένων λόγ.
Αιτιατικήτοθλιμμένο & τεθλιμμένο λόγ. ταθλιμμένα & τεθλιμμένα λόγ.
Κλητική θλιμμένο & τεθλιμμένο λόγ.  θλιμμένα & τεθλιμμένα λόγ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

θλιμμένος επίθ.

Σλυπημένος1, μελαγχολικός


θλίβω ρήμ.

Σστενοχωρώ, λυπώ Αχαροποιώ λόγ.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.