Λεξισκόπιο: θηλυκώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θη-λυ-κώ-νω

Μορφολογία

θηλυκώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλυκώνωθηλυκώνουμε & θηλυκώνομε διαλ.
Βθηλυκώνειςθηλυκώνετε
Γθηλυκώνειθηλυκώνουν & θηλυκώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθηλύκωνεθηλυκώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήθηλυκώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλύκωσαθηλυκώσαμε
Βθηλύκωσεςθηλυκώσατε
Γθηλύκωσεθηλύκωσαν & θηλυκώσαν προφ. & θηλυκώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλυκώσωθηλυκώσουμε & θηλυκώσομε διαλ.
Βθηλυκώσειςθηλυκώσετε
Γθηλυκώσειθηλυκώσουν & θηλυκώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθηλύκωσεθηλυκώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθηλυκώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλύκωναθηλυκώναμε
Βθηλύκωνεςθηλυκώνατε
Γθηλύκωνεθηλύκωναν & θηλυκώναν προφ. & θηλυκώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλυκώνομαιθηλυκωνόμαστε
Βθηλυκώνεσαιθηλυκώνεστε & θηλυκωνόσαστε προφ.
Γθηλυκώνεταιθηλυκώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθηλυκώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλυκώθηκαθηλυκωθήκαμε
Βθηλυκώθηκεςθηλυκωθήκατε
Γθηλυκώθηκεθηλυκώθηκαν & θηλυκωθήκαν προφ. & θηλυκωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλυκωθώθηλυκωθούμε
Βθηλυκωθείςθηλυκωθείτε
Γθηλυκωθείθηλυκωθούν & θηλυκωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθηλυκώσουθηλυκωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοθηλυκωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθηλυκωνόμουν & θηλυκωνόμουνα προφ. θηλυκωνόμασταν & θηλυκωνόμαστε
Βθηλυκωνόσουν & θηλυκωνόσουνα προφ. θηλυκωνόσασταν & θηλυκωνόσαστε προφ.
Γθηλυκωνόταν & θηλυκωνότανε προφ. θηλυκώνονταν & θηλυκωνόντανε προφ. & θηλυκωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήθηλυκωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θηλυκώνω ρήμ. λαϊκ.

Σκουμπώνω Αξεθηλυκώνω λαϊκ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.