Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
η-λε-κτρί-ζω
Μορφολογία
ηλεκτρίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλεκτρίζω | ηλεκτρίζουμε & ηλεκτρίζομε διαλ. |
Β | ηλεκτρίζεις | ηλεκτρίζετε |
Γ | ηλεκτρίζει | ηλεκτρίζουν & ηλεκτρίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ηλέκτριζε | ηλεκτρίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ηλεκτρίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλέκτρισα | ηλεκτρίσαμε |
Β | ηλέκτρισες | ηλεκτρίσατε |
Γ | ηλέκτρισε | ηλέκτρισαν & ηλεκτρίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλεκτρίσω | ηλεκτρίσουμε & ηλεκτρίσομε διαλ. |
Β | ηλεκτρίσεις | ηλεκτρίσετε |
Γ | ηλεκτρίσει | ηλεκτρίσουν & ηλεκτρίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ηλέκτρισε | ηλεκτρίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ηλεκτρίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλέκτριζα | ηλεκτρίζαμε |
Β | ηλέκτριζες | ηλεκτρίζατε |
Γ | ηλέκτριζε | ηλέκτριζαν & ηλεκτρίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλεκτρίζομαι | ηλεκτριζόμαστε |
Β | ηλεκτρίζεσαι | ηλεκτρίζεστε & ηλεκτριζόσαστε προφ. |
Γ | ηλεκτρίζεται | ηλεκτρίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | ηλεκτρίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ηλεκτριζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλεκτρίστηκα & ηλεκτρίσθηκα λόγ. | ηλεκτριστήκαμε & ηλεκτρισθήκαμε λόγ. |
Β | ηλεκτρίστηκες & ηλεκτρίσθηκες λόγ. | ηλεκτριστήκατε & ηλεκτρισθήκατε λόγ. |
Γ | ηλεκτρίστηκε & ηλεκτρίσθηκε λόγ. | ηλεκτρίστηκαν & ηλεκτρίσθηκαν λόγ. & ηλεκτριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλεκτριστώ & ηλεκτρισθώ λόγ. | ηλεκτριστούμε & ηλεκτρισθούμε λόγ. |
Β | ηλεκτριστείς & ηλεκτρισθείς λόγ. | ηλεκτριστείτε & ηλεκτρισθείτε λόγ. |
Γ | ηλεκτριστεί & ηλεκτρισθεί λόγ. | ηλεκτριστούν & ηλεκτρισθούν λόγ. & ηλεκτρισθούνε λόγ. & ηλεκτριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ηλεκτρίσου | ηλεκτριστείτε & ηλεκτρισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ηλεκτριστεί & ηλεκτρισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ηλεκτριζόμουν & ηλεκτριζόμουνα προφ. | ηλεκτριζόμασταν & ηλεκτριζόμαστε |
Β | ηλεκτριζόσουν & ηλεκτριζόσουνα προφ. | ηλεκτριζόσασταν & ηλεκτριζόσαστε προφ. |
Γ | ηλεκτριζόταν & ηλεκτριζότανε προφ. | ηλεκτρίζονταν & ηλεκτριζόντανε προφ. & ηλεκτριζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ηλεκτρισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ηλεκτρίζω ρήμ.
Σ: φορτίζω2, διεγείρω: Ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.