Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ζω-η-ρός
Μορφολογία
ζωηρός επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ζωηρός | οι | ζωηροί |
Γενική | του | ζωηρού | των | ζωηρών |
Αιτιατική | το | ζωηρό | τους | ζωηρούς |
Κλητική | | ζωηρέ | | ζωηροί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ζωηρή | οι | ζωηρές |
Γενική | της | ζωηρής | των | ζωηρών |
Αιτιατική | τη | ζωηρή | τις | ζωηρές |
Κλητική | | ζωηρή | | ζωηρές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ζωηρό | τα | ζωηρά |
Γενική | του | ζωηρού | των | ζωηρών |
Αιτιατική | το | ζωηρό | τα | ζωηρά |
Κλητική | | ζωηρό | | ζωηρά |
|
ζωηρούλης επίθ. υποκορ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ζωηρούλης & ζωηρούτσικος | οι | ζωηρούληδες & ζωηρούτσικοι |
Γενική | του | ζωηρούλη & ζωηρούτσικου | των | ζωηρούληδων & ζωηρούτσικων |
Αιτιατική | το | ζωηρούλη & ζωηρούτσικο | τους | ζωηρούληδες & ζωηρούτσικους |
Κλητική | | ζωηρούλη & ζωηρούτσικε | | ζωηρούληδες & ζωηρούτσικοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ζωηρούλα & ζωηρούτσικη | οι | ζωηρούλες & ζωηρούτσικες |
Γενική | της | ζωηρούλας & ζωηρούτσικης | των | ζωηρούτσικων |
Αιτιατική | τη | ζωηρούλα & ζωηρούτσικη | τις | ζωηρούλες & ζωηρούτσικες |
Κλητική | | ζωηρούλα & ζωηρούτσικη | | ζωηρούλες & ζωηρούτσικες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ζωηρούλικο & ζωηρούτσικο | τα | ζωηρούλικα & ζωηρούτσικα |
Γενική | του | ζωηρούλικου & ζωηρούτσικου | των | ζωηρούλικων & ζωηρούτσικων |
Αιτιατική | το | ζωηρούλικο & ζωηρούτσικο | τα | ζωηρούλικα & ζωηρούτσικα |
Κλητική | | ζωηρούλικο & ζωηρούτσικο | | ζωηρούλικα & ζωηρούτσικα |
|
ζωηρότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ζωηρότερος | οι | ζωηρότεροι |
Γενική | του | ζωηρότερου | των | ζωηρότερων |
Αιτιατική | το | ζωηρότερο | τους | ζωηρότερους |
Κλητική | | ζωηρότερε | | ζωηρότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ζωηρότερη | οι | ζωηρότερες |
Γενική | της | ζωηρότερης | των | ζωηρότερων |
Αιτιατική | τη | ζωηρότερη | τις | ζωηρότερες |
Κλητική | | ζωηρότερη | | ζωηρότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ζωηρότερο | τα | ζωηρότερα |
Γενική | του | ζωηρότερου | των | ζωηρότερων |
Αιτιατική | το | ζωηρότερο | τα | ζωηρότερα |
Κλητική | | ζωηρότερο | | ζωηρότερα |
|
ζωηρότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ζωηρότατος | οι | ζωηρότατοι |
Γενική | του | ζωηρότατου | των | ζωηρότατων |
Αιτιατική | το | ζωηρότατο | τους | ζωηρότατους |
Κλητική | | ζωηρότατε | | ζωηρότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ζωηρότατη | οι | ζωηρότατες |
Γενική | της | ζωηρότατης | των | ζωηρότατων |
Αιτιατική | τη | ζωηρότατη | τις | ζωηρότατες |
Κλητική | | ζωηρότατη | | ζωηρότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ζωηρότατο | τα | ζωηρότατα |
Γενική | του | ζωηρότατου | των | ζωηρότατων |
Αιτιατική | το | ζωηρότατο | τα | ζωηρότατα |
Κλητική | | ζωηρότατο | | ζωηρότατα |
|
ζωηρός ουσ. αρσ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ζωηρός | οι | ζωηροί |
Γενική | του | ζωηρού | των | ζωηρών |
Αιτιατική | το | ζωηρό | τους | ζωηρούς |
Κλητική | | ζωηρέ | | ζωηροί |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
ζωηρός επίθ.
- Σ: έντονος3: ζωηρή συζήτηση
- Σ: φωτεινός4, λαμπερός: ζωηρό βλέμμα
- Σ: δραστήριος, ενεργητικός1: πνεύμα ζωηρό και ευαίσθητο
- Σ: άτακτος3 Α: φρόνιμος2
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.