Λεξισκόπιο: ζευγαρωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ζευ-γα-ρω-μέ-νος

Μορφολογία

ζευγαρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγαρώνωζευγαρώνουμε & ζευγαρώνομε διαλ.
Βζευγαρώνειςζευγαρώνετε
Γζευγαρώνειζευγαρώνουν & ζευγαρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βζευγάρωνεζευγαρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήζευγαρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγάρωσαζευγαρώσαμε
Βζευγάρωσεςζευγαρώσατε
Γζευγάρωσεζευγάρωσαν & ζευγαρώσαν προφ. & ζευγαρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγαρώσωζευγαρώσουμε & ζευγαρώσομε διαλ.
Βζευγαρώσειςζευγαρώσετε
Γζευγαρώσειζευγαρώσουν & ζευγαρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βζευγάρωσεζευγαρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοζευγαρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγάρωναζευγαρώναμε
Βζευγάρωνεςζευγαρώνατε
Γζευγάρωνεζευγάρωναν & ζευγαρώναν προφ. & ζευγαρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγαρώνομαιζευγαρωνόμαστε
Βζευγαρώνεσαιζευγαρώνεστε & ζευγαρωνόσαστε προφ.
Γζευγαρώνεταιζευγαρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βζευγαρώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγαρώθηκαζευγαρωθήκαμε
Βζευγαρώθηκεςζευγαρωθήκατε
Γζευγαρώθηκεζευγαρώθηκαν & ζευγαρωθήκαν προφ. & ζευγαρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγαρωθώζευγαρωθούμε
Βζευγαρωθείςζευγαρωθείτε
Γζευγαρωθείζευγαρωθούν & ζευγαρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βζευγαρώσουζευγαρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοζευγαρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζευγαρωνόμουν & ζευγαρωνόμουνα προφ. ζευγαρωνόμασταν & ζευγαρωνόμαστε
Βζευγαρωνόσουν & ζευγαρωνόσουνα προφ. ζευγαρωνόσασταν & ζευγαρωνόσαστε προφ.
Γζευγαρωνόταν & ζευγαρωνότανε προφ. ζευγαρώνονταν & ζευγαρωνόντανε προφ. & ζευγαρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήζευγαρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ζευγαρώνω ρήμ.

  1. Σταιριάζω2, συνταιριάζω, συνδυάζω1: Ζευγαρώνω τις κάλτσες.
  2. Σκάνω σχέση, τα φτιάχνω: Οι φίλοι του είναι όλοι ζευγαρωμένοι.
  3. Σσμίγω2, συνευρίσκομαι2 λόγ.: Τα κατοικίδια ζώα δεν έχουν την ευκαιρία να ζευγαρώσουν.

ζευγαρώνει

Σσυνδυάζεται, συνταιριάζεται, παντρεύεται: Η μουσική ζευγαρώνει με τη λογοτεχνία.


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.