Λεξισκόπιο: εσφαλμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-σφαλ-μέ-νος

Μορφολογία

εσφαλμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεσφαλμένοςοιεσφαλμένοι
Γενικήτουεσφαλμένουτωνεσφαλμένων
Αιτιατικήτονεσφαλμένοτουςεσφαλμένους
Κλητική εσφαλμένε εσφαλμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεσφαλμένηοιεσφαλμένες
Γενικήτηςεσφαλμένηςτωνεσφαλμένων
Αιτιατικήτηνεσφαλμένητιςεσφαλμένες
Κλητική εσφαλμένη εσφαλμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεσφαλμένοταεσφαλμένα
Γενικήτουεσφαλμένουτωνεσφαλμένων
Αιτιατικήτοεσφαλμένοταεσφαλμένα
Κλητική εσφαλμένο εσφαλμένα

σφάλλω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασφάλλωσφάλλουμε & σφάλλομε διαλ.
Βσφάλλειςσφάλλετε
Γσφάλλεισφάλλουν & σφάλλουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσφάλλεσφάλλετε
Ενεστώτας-Μετοχήσφάλλοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσφαλασφάλαμε
Βέσφαλεςσφάλατε
Γέσφαλεέσφαλαν & σφάλαν προφ. & σφάλανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασφάλωσφάλουμε & σφάλομε διαλ.
Βσφάλειςσφάλετε
Γσφάλεισφάλουν & σφάλουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσφάλεσφάλετε
Αόριστος-Απαρέμφατοσφάλει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσφαλλασφάλλαμε
Βέσφαλλεςσφάλλατε
Γέσφαλλεέσφαλλαν & σφάλλαν προφ. & σφάλλανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήεσφαλμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εσφαλμένος επίθ. λόγ.

Σλανθασμένος, σφαλερός Αορθός2


σφάλλω ρήμ. λόγ.

  1. Σλαθεύω, κάνω λάθος, πέφτω έξω1: Έσφαλα στην κρίση μου για το ποιόν του.
  2. Σφταίω2: Έσφαλα και τιμωρήθηκα γι' αυτό.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.