Λεξισκόπιο: ερημωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ρη-μω-μέ-νος

Μορφολογία

ερημώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερημώνωερημώνουμε & ερημώνομε διαλ.
Βερημώνειςερημώνετε
Γερημώνειερημώνουν & ερημώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βερήμωνεερημώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήερημώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερήμωσαερημώσαμε
Βερήμωσεςερημώσατε
Γερήμωσεερήμωσαν & ερημώσαν προφ. & ερημώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερημώσωερημώσουμε & ερημώσομε διαλ.
Βερημώσειςερημώσετε
Γερημώσειερημώσουν & ερημώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βερήμωσεερημώσετε & ερημώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοερημώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερήμωναερημώναμε
Βερήμωνεςερημώνατε
Γερήμωνεερήμωναν & ερημώναν προφ. & ερημώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερημώνομαιερημωνόμαστε
Βερημώνεσαιερημώνεστε & ερημωνόσαστε προφ.
Γερημώνεταιερημώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βερημώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήερημούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερημώθηκαερημωθήκαμε
Βερημώθηκεςερημωθήκατε
Γερημώθηκεερημώθηκαν & ερημωθήκαν προφ. & ερημωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερημωθώερημωθούμε
Βερημωθείςερημωθείτε
Γερημωθείερημωθούν & ερημωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βερημώσουερημωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοερημωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερημωνόμουν & ερημωνόμουνα προφ. ερημωνόμασταν & ερημωνόμαστε
Βερημωνόσουν & ερημωνόσουνα προφ. ερημωνόσασταν & ερημωνόσαστε προφ.
Γερημωνόταν & ερημωνότανε προφ. ερημώνονταν & ερημωνόντανε προφ. & ερημωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήερημωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ερημώνω ρήμ.

Σρημάζω2: Η επιδημία ερήμωσε το χωριό.

ερημώνει

Σαδειάζει1


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.