Λεξισκόπιο: επισκέπτομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πι-σκέ-πτο-μαι

Μορφολογία

επισκέπτομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπισκέπτομαιεπισκεπτόμαστε
Βεπισκέπτεσαιεπισκέπτεστε & επισκεπτόσαστε προφ.
Γεπισκέπτεταιεπισκέπτονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπισκέπτεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπισκεπτόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπισκέφτηκα & επισκέφθηκα λόγ. επισκεφτήκαμε & επισκεφθήκαμε λόγ.
Βεπισκέφτηκες & επισκέφθηκες λόγ. επισκεφτήκατε & επισκεφθήκατε λόγ.
Γεπισκέφτηκε & επισκέφθηκε λόγ. επισκέφτηκαν & επισκέφθηκαν λόγ. & επισκεφθήκανε λόγ. & επισκεφτήκαν προφ. & επισκεφτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπισκεφτώ & επισκεφθώ λόγ. επισκεφτούμε & επισκεφθούμε λόγ.
Βεπισκεφτείς & επισκεφθείς λόγ. επισκεφτείτε & επισκεφθείτε λόγ.
Γεπισκεφτεί & επισκεφθεί λόγ. επισκεφτούν & επισκεφθούν λόγ. & επισκεφθούνε λόγ. & επισκεφτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπισκέψουεπισκεφτείτε & επισκεφθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεπισκεφτεί & επισκεφθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπισκεπτόμουν & επισκεπτόμουνα προφ. επισκεπτόμασταν & επισκεπτόμαστε
Βεπισκεπτόσουν & επισκεπτόσουνα προφ. επισκεπτόσασταν & επισκεπτόσαστε προφ.
Γεπισκεπτόταν & επισκεπτότανε προφ. επισκέπτονταν & επισκεπτόντανε προφ. & επισκεπτόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

επισκέπτομαι ρήμ.

Σκάνω επίσκεψη


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.