Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-πη-ρε-ά-ζω
Μορφολογία
επηρεάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρεάζω | επηρεάζουμε & επηρεάζομε διαλ. |
Β | επηρεάζεις | επηρεάζετε |
Γ | επηρεάζει | επηρεάζουν & επηρεάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | επηρέαζε | επηρεάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | επηρεάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρέασα | επηρεάσαμε |
Β | επηρέασες | επηρεάσατε |
Γ | επηρέασε | επηρέασαν & επηρεάσαν προφ. & επηρεάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρεάσω | επηρεάσουμε & επηρεάσομε διαλ. |
Β | επηρεάσεις | επηρεάσετε |
Γ | επηρεάσει | επηρεάσουν & επηρεάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | επηρέασε | επηρεάσετε & επηρεάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | επηρεάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρέαζα | επηρεάζαμε |
Β | επηρέαζες | επηρεάζατε |
Γ | επηρέαζε | επηρέαζαν & επηρεάζαν προφ. & επηρεάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρεάζομαι | επηρεαζόμαστε |
Β | επηρεάζεσαι | επηρεάζεστε & επηρεαζόσαστε προφ. |
Γ | επηρεάζεται | επηρεάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | επηρεαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρεάστηκα & επηρεάσθηκα λόγ. | επηρεαστήκαμε & επηρεασθήκαμε λόγ. |
Β | επηρεάστηκες & επηρεάσθηκες λόγ. | επηρεαστήκατε & επηρεασθήκατε λόγ. |
Γ | επηρεάστηκε & επηρεάσθηκε λόγ. | επηρεάστηκαν & επηρεάσθηκαν λόγ. & επηρεαστήκαν προφ. & επηρεαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρεαστώ & επηρεασθώ λόγ. | επηρεαστούμε & επηρεασθούμε λόγ. |
Β | επηρεαστείς & επηρεασθείς λόγ. | επηρεαστείτε & επηρεασθείτε λόγ. |
Γ | επηρεαστεί & επηρεασθεί λόγ. | επηρεαστούν & επηρεασθούν λόγ. & επηρεασθούνε λόγ. & επηρεαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | επηρεάσου | επηρεαστείτε & επηρεασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | επηρεαστεί & επηρεασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επηρεαζόμουν & επηρεαζόμουνα προφ. | επηρεαζόμασταν & επηρεαζόμαστε |
Β | επηρεαζόσουν & επηρεαζόσουνα προφ. | επηρεαζόσασταν & επηρεαζόσαστε προφ. |
Γ | επηρεαζόταν & επηρεαζότανε προφ. | επηρεάζονταν & επηρεαζόντανε προφ. & επηρεαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | επηρεασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
επηρεάζω ρήμ.
Σ: ασκώ επιρροή, ασκώ επίδραση, επιδρώ
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.