Λεξισκόπιο: εξωγενής

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ξω-γε-νής

Μορφολογία

εξωγενής επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεξωγενήςοιεξωγενείς
Γενικήτουεξωγενούςτωνεξωγενών
Αιτιατικήτονεξωγενήτουςεξωγενείς
Κλητική εξωγενή & εξωγενής εξωγενείς
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεξωγενήςοιεξωγενείς
Γενικήτηςεξωγενούςτωνεξωγενών
Αιτιατικήτηνεξωγενήτιςεξωγενείς
Κλητική εξωγενή & εξωγενής εξωγενείς
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεξωγενέςταεξωγενή
Γενικήτουεξωγενούςτωνεξωγενών
Αιτιατικήτοεξωγενέςταεξωγενή
Κλητική εξωγενές εξωγενή

Συνώνυμα - Αντίθετα

εξωγενής επίθ.

Σεξωτερικός3: εξωγενείς παράγοντες Αενδογενής λόγ.

Προθήματα - Επιθήματα

εξω- [ekso]

εξώ- [eksó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίρρημα έξω.

1. Εξωτερικά

Το εξω- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ή συμβαίνει έξω από ένα πράγμα, ένα χώρο ή μια ομάδα. Για παράδειγμα, οι εξωσχολικές δραστηριότητες γίνονται εκτός του προγράμματος του σχολείου, ένα εξώραφο ρούχο έχει εξωτερικές ραφές.

εξώθυρα

εξωγενής, -ής, -ές

εξωκάρπιο (βοτ.)

εξωγήινος, -η, -ο

εξωνάρθηκας (αρχιτ.)

εξωγλωσσικός, -ή, -ό

εξώπορτα

εξώδικος, -η, -ο (νομ.)

εξωστρέφεια

εξωκοινοβουλευτικός, -ή, -ό

εξώφυλλο

εξωκομματικός, -ή, -ό

εξωλέμβιος, -α, -ο

εξώραφος, -η, -ο (και προφ. ξώραφος, -η -ο)

εξωστρεφής, -ής, -ές

εξωσχολικός, -ή, -ό

εξωσωματικός, -ή, -ό

εξώφτερνος, -η, -ο (και προφ. ξώφτερνος, -η, -ο)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Το εξω- σχηματίζει επίσης λέξεις του λεξιλογίου της ιατρικής.

εξωγναθία

εξωθωρακικός, -ή, -ό

εξωκαρδιακός, -ή, -ό

εξωκρανιακός, -ή, -ό

εξωκρινής, -ής, -ές (κυρίως στη φράση εξωκρινείς αδένες)

εξωκυτταρικός, -ή, -ό

εξωμήτριος, -α, -ο

ΑΝΤ Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα αντίθετα σχηματίζονται με το εσω-* (π.χ. εξωστρέφειαεσωστρέφεια) ή με το ενδο-* (π.χ. εξωκομματικόςενδοκομματικός). Άλλοτε, το εξω- χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το αντίθετο άλλων λέξεων (π.χ. πραγματικόςεξωπραγματικός).

▶ Η λέξη εξωφρενικός προέρχεται από τη φράση έξω φρενών.

-γεν-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γεν- αναφέρονται στη δημιουργία ή στη γέννηση.Το συστατικό -γεν- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γίγνομαι (= γίνομαι) (πρβ. γένος). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-γένεια [jénia]

Για παράδειγμα, η συγγένεια είναι ο δεσμός μεταξύ προσώπων που συνδέονται βιολογικά (δηλ. εξ αίματος) ή θεσμικά (π.χ. με γάμο)· λέμε ότι κάποιος έχει φωτογένεια όταν βγαίνει με ωραία και εκφραστικά χαρακτηριστικά στις φωτογραφίες.

αγένεια, ανομοιογένεια, ευγένεια, θνησιγένεια (ιατρ.), ιθαγένεια, οικογένεια, ομοιογένεια, παθογένεια (ιατρ.), σεισμογένεια, συγγένεια, φυλογένεια (βιολ.), φωτογένεια

-γένεση [jénesi]

(βιολ.) Για παράδειγμα, η τερατογένεση είναι η γέννηση τέρατος.

εμβρυογένεση, κυτταρογένεση, οντογένεση, οστεογένεση, παθογένεση, παρθενογένεση, τερατογένεση

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γονία*.

-γενεσία [jenesía]

Για παράδειγμα, η παλιγγενεσία είναι η αναγέννηση, η επιστροφή από το θάνατο στη ζωή.

δυσγενεσία, παλιγγενεσία, παρθενογενεσία

Επίθετα

-γενετικός [jenetikós], -γενετική, -γενετικό

(βιολ.) Για παράδειγμα, οι φυλογενετικές σχέσεις αφορούν τις συγγένειες διαφορετικών ειδών, οι οποίες προκύπτουν από την εξελικτική τους πορεία.

αβιογενετικός, ανθρωπογενετικός, βιογενετικός, μορφογενετικός, παθογενετικός, φυλογενετικός, ψυχογενετικός

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με επίθετα σε -γεννητικός, όπως αναγεννητικός, προγεννητικός, μεταγεννητικός, τα οποία συνδέονται με το ουσιαστικό γέννηση.

-γενής [jenís], -γενής, -γενές

Για παράδειγμα, το ηφαιστειογενές νησί έχει δημιουργηθεί από ηφαίστειο.

αγενής, ανθρωπογενής, γηγενής, δευτερογενής, διαβρωσιγενής (γεωλ.), ελληνογενής, ενδογενής, εξωγενής, ερωτογενής, ευγενής, ηφαιστειογενής (γεωλ.), θεογενής, ιθαγενής, ιογενής, κοραλλιογενής (γεωλ.), παρασιτογενής, προσχωσιγενής (γεωλ.), πρωτογενής, σεισμογενής, συγγενής, φωτογενής, ψυχογενής

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γόνος*.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις όπως μακρυγένης, κοκκινογένης, οι οποίες περιέχουν το συστατικό -γένης (που προέρχεται από το γένι).


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.