Λεξισκόπιο: ενυπόγραφος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-νυ-πό-γρα-φος

Μορφολογία

ενυπόγραφος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοενυπόγραφοςοιενυπόγραφοι
Γενικήτουενυπόγραφουτωνενυπόγραφων
Αιτιατικήτονενυπόγραφοτουςενυπόγραφους
Κλητική ενυπόγραφε ενυπόγραφοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηενυπόγραφηοιενυπόγραφες
Γενικήτηςενυπόγραφηςτωνενυπόγραφων
Αιτιατικήτηνενυπόγραφητιςενυπόγραφες
Κλητική ενυπόγραφη ενυπόγραφες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοενυπόγραφοταενυπόγραφα
Γενικήτουενυπόγραφουτωνενυπόγραφων
Αιτιατικήτοενυπόγραφοταενυπόγραφα
Κλητική ενυπόγραφο ενυπόγραφα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ενυπόγραφος επίθ. λόγ.

  1. Συπογεγραμμένος Αανυπόγραφος
  2. Σεπώνυμος2

Προθήματα - Επιθήματα

εν- [en]

έν- [én] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εμ- [em] και έμ- [ém] πριν από /β/, /μ/, /π/, /φ/ ή /ψ/
εγ- [eŋ] και έγ- [éŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
ελ- [el] και έλ- [él] πριν από /λ/
ερ- [er] και έρ- [ér] πριν από /ρ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εν.

1. Μέσα σε κάτι

Το εν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι μέσα σε κάτι άλλο ή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, όταν εμφιαλώνω ένα υγρό το βάζω μέσα σε μπουκάλι (φιάλη).

εγκέφαλος

εγκόσμιος, -α, -ο

εγκιβωτίζω

εγκιβωτισμός

εγχώριος, -α, -ο

εγκλιματίζω

εγκλιματισμός

εμφύλιος, -α, -ο

ελλιμενίζομαι

εμφιάλωση

εμφιαλώνω

ένοικος

ενσαρκώνω

ενσάρκωση

ενσταλάζω

ενσωμάτωση

ενσωματώνω

ενταφίαση

ενταφιάζω

εντοιχισμός

εντοιχίζω

✔ Ορισμένες λέξεις με το εν- δηλώνουν ότι κάτι γίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται έγκαιρα γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια.

έγκαιρος, -η, -ο, εμπρόθεσμος, -η, -ο

2. Με ορισμένο τρόπο

Το εν- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι διαθέτει μια ορισμένη ιδιότητα ή γίνεται με ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν είμαστε εμπύρετοι έχουμε πυρετό, ενώ η έμμισθη εργασία γίνεται με μισθό.

έγγραφος, -η, -ο, έγκυρος, -η, -ο, έγχορδος, -η, -ο, έγχρωμος, -η, -ο, έλλογος, -η, -ο, έμμετρος, -η, -ο, έμμισθος, -η, -ο, έμπειρος, -η, -ο, εμπύρετος, -η, -ο, εμφανής, -ής, -ές, έμψυχος, -η, -ο, εναγώνιος, -α, -ο, ενάρετος, -η, -ο, ένδικος, -η, -ο, ένοπλος, -η, -ο, ένορκος, -η, -ο, ενσύρματος, -η, -ο, έντοκος, -η, -ο, έντρομος, -η, -ο, έντυπος, -η, -ο, ένυδρος, -η, -ο, ενυπόγραφος, -η, -ο, έρρινος, -η, -ο / ένρινος, -η, -ο, έρρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το α-* (π.χ. έγκυροςάκυρος, εμπύρετοςαπύρετος).

υπο- [ipo]

υπό- [ipó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
υπ- [ip] και ύπ- [íp] πριν από φωνήεν
υφ- [if] και ύφ- [íf] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση υπό.

1. Κάτω ή από κάτω

Το υπο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται κάτω από κάτι άλλο ή στο κάτω μέρος ενός χώρου. Για παράδειγμα, όταν υπογραμμίζουμε μια λέξη τραβάμε μια γραμμή από κάτω της· το υπέδαφος είναι το τμήμα της γης που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.

υπέδαφος

υποβρύχιος, -α, -ο

υποβαστάζω

υπογραφή

υπόγειος, -α, -ο

υπογραμμίζω

υποπόδιο

υπογλώσσιος, -α, -ο

υπογράφω

υποσημείωση

υποθαλάσσιος, -α, -ο

υποστέλλω

υπόστεγο

υποχωρώ

υποστολή

υπόστρωμα

υπότιτλος

ΑΝΤ Κάποιες λέξεις σε αυτή τη σημασία έχουν αντίθετα με το υπερ-* (π.χ. υπότιτλοςυπέρτιτλος).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το υπο- σχηματίζει όρους της ανατομίας.

υπογάστριο

υποδόριος, -α, -ο

υποθάλαμος

2. Κατώτερη θέση

Το υπο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάποιος κατέχει θέση κάτω από κάποιον άλλο σε μια ιεραρχία. Για παράδειγμα, ο υπολοχαγός είναι ο αξιωματικός του στρατού ξηράς που βρίσκεται στην ιεραρχία κάτω από το λοχαγό.

υπαρχηγός, υποδιευθυντής (θηλ. -τρια), υπολοχαγός, υπομοίραρχος, υποπλοίαρχος, υποπρόξενος, υποσμηναγός, υποστράτηγος, υφυπουργός

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Σε κάποιες περιπτώσεις, το υπο- δηλώνει ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται σε χειρότερη θέση ή κάτω από την εξουσία ή την επιρροή άλλου.

υπακοή

υπάκουος, -η, -ο

υπακούω

υπήκοος

υπόδουλος, -η, -ο

υποβιβάζω

υποβιβασμός

υποκείμενος, -η, -ο

υποδουλώνω

υποδούλωση

υπόκειμαι

υποταγή

υποτάσσω

υποτίμηση

υποτιμώ

Το υπο- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν κάτι που υπάγεται σε κάτι μεγαλύτερο. Για παράδειγμα, ένα κεφάλαιο υποδιαιρείται σε υποκεφάλαια.

υποδιαίρεση, υποενότητα, υποκατάστημα, υποκατηγορία, υποκεφάλαιο, υποσημασία, υποσταθμός, υποσύνολο

3. Σε μικρό βαθμό

Το υπο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει σε μικρό βαθμό, όχι επαρκώς ή όχι εντελώς. Για παράδειγμα, όταν κάτι υπολειτουργεί δε λειτουργεί ικανοποιητικά· ένα υπόξινο φρούτο είναι λίγο ξινό.

υποαπασχόληση

υπ(ο)ανάπτυκτος, -η, -ο

υποαπασχολούμαι

υπογεννητικότητα

υπόγλυκος, -η, -ο

υπολειτουργώ

υπολειτουργία

υπόκωφος, -η, -ο

υποσιτίζω

υποσιτισμός

υπόλευκος, -η, -ο

υπόξινος, -η, -ο

υφάλμυρος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το υπο- χρησιμοποιείται σε λέξεις που δηλώνουν κάποια λειτουργία του οργανισμού σε βαθμό μικρότερο από το φυσιολογικό.

υπογλυκαιμία, υποθερμία, υποθυρεοειδισμός, υποξία, υποπλασία, υποσμία, υπόταση

ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το υπερ-* (π.χ. υπογλυκαιμίαυπεργλυκαιμία).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μικρό βαθμό (υποκοριστική σημασία) βλ. ψευτο-* και ψιλο-*.

▶ Το υπο- μπορεί να έχει και αρνητική, μειωτική σημασία σε λέξεις όπως υπάνθρωπος, υπόκοσμος, υποπροϊόν.

-γραφ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γραφ- αναφέρονται στην έντυπη παρουσίαση κάποιου θέματος.Το συστατικό -γραφ- προέρχεται από το ρήμα γράφω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-γραφίζω [γrafízo]

Για παράδειγμα, φωτογραφίζω ένα τοπίο σημαίνει ότι το παίρνω φωτογραφία.

αεροφωτογραφίζω, ζωγραφίζω, φωτογραφίζω

-γραφώ [γrafó]

Για παράδειγμα, αλληλογραφώ με κάποιον σημαίνει ότι ανταλλάσσω μαζί του γράμματα, χαρτογραφώ σημαίνει ότι σχεδιάζω χάρτες, ενώ όταν αρθρογραφώ σε μια εφημερίδα γράφω άρθρα που δημοσιεύονται σε αυτήν.

αγιογραφώ, αλληλογραφώ, αποκρυπτογραφώ, αρθρογραφώ, δακτυλογραφώ, εικονογραφώ, επιστολογραφώ, ηχογραφώ, καταλογογραφώ, κινηματογραφώ, κρυπτογραφώ, λεξικογραφώ, λημματογραφώ, λιβελογραφώ, οπισθογραφώ, πλαστογραφώ, σκηνογραφώ, σκιαγραφώ, στενογραφώ, τηλεγραφώ, χαρτογραφώ

✔ Διαφορετική περίπτωση συνιστούν τα σύνθετα με το -γράφω (όπως αντιγράφω, διαγράφω, καθαρογράφω, προχειρογράφω, υπογράφω), τα οποία δηλώνουν κυρίως τον τρόπο με τον οποίο γράφουμε κάτι. Για παράδειγμα, προχειρογράφουμε κάτι όταν το γράφουμε πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.

Ουσιαστικά

-γράφημα [γráfima]

Για παράδειγμα, πεζογράφημα είναι οποιοδήποτε πεζό λογοτεχνικό κείμενο, ενώ το τηλεγράφημα ήταν παλιότερα ένα σύντομο κείμενο που μεταδιδόταν μέσω του ραδιοτηλέγραφου ή του τηλεφώνου.

εικονογράφημα, ευθυμογράφημα, πεζογράφημα, πορνογράφημα, τηλεγράφημα, χρονογράφημα, ψυχογράφημα

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, οι λέξεις σε -γράφημα δηλώνουν τη γραφική απεικόνιση μιας λειτουργίας του οργανισμού η οποία γίνεται με ειδικά όργανα για διαγνωστικούς λόγους.

εγκεφαλογράφημα, καρδιογράφημα, παλμογράφημα, σπινθηρογράφημα, στεφανιογράφημα, υπερηχογράφημα

-γράφηση [γráfisi]

Για παράδειγμα, η εικονογράφηση ενός βιβλίου είναι η διακόσμησή του με εικόνες.

αγιογράφηση, αποκρυπτογράφηση, δακτυλογράφηση, εικονογράφηση, ηχογράφηση, καταλογογράφηση, κινηματογράφηση, κρυπτογράφηση, λημματογράφηση, οπισθογράφηση, πλαστογράφηση, σκιαγράφηση, χαρτογράφηση

✔ Τα ουσιαστικά σε -γράφηση προέρχονται από ρήματα σε -γραφώ (π.χ. χαρτογραφώ - χαρτογράφηση).

-γραφία [γrafía]

Για παράδειγμα, η ελαιογραφία είναι τεχνική ζωγραφικής με λάδι, ενώ η ακτινογραφία είναι η φωτογράφιση των εσωτερικών οργάνων του σώματος με ειδικές ακτίνες.

αγγειογραφία, αγιογραφία, ακτινογραφία, αλληλογραφία, αρθρογραφία, βιβλιογραφία, βιογραφία, γελοιογραφία, γεωγραφία, δημοσιογραφία, δικογραφία, δισκογραφία, ειδησεογραφία, ελαιογραφία, εργογραφία, ηθογραφία, θαλασσογραφία, ιστοριογραφία, ιχνογραφία, καλλιγραφία, κρυπτογραφία, λαογραφία, λεξικογραφία, μαστογραφία, μικρογραφία, μονογραφία, μυθιστοριογραφία, νωπογραφία, ολογραφία, ορθογραφία, πεζογραφία, πλαστογραφία, πορνογραφία, προσωπογραφία, σκηνογραφία, στενογραφία, τοιχογραφία, τομογραφία, τοπιογραφία, τοπογραφία, τυπογραφία, φιλμογραφία, φωτογραφία, χορογραφία, ωκεανογραφία

-γράφιση [γráfisi] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, μια φωτογράφιση μόδας γίνεται για διαφήμιση ή για περιοδικό.

αεροφωτογράφιση, φωτογράφιση

✔ Τα ουσιαστικά σε -γράφιση προέρχονται από ρήματα σε -γραφίζω (π.χ. φωτογραφίζω - φωτογράφιση).

-γράφος [γráfos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο σκιτσογράφος φτιάχνει σκίτσα, ενώ ο φωτογράφος ασχολείται με τη φωτογραφία.

αγιογράφος, αθλητικογράφος, αρθρογράφος, γεωγράφος, δακτυλογράφος, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, ζωγράφος, ιστοριογράφος, καλλιγράφος, κειμενογράφος, λεξικογράφος, λιθογράφος, μυθιστοριογράφος, πεζογράφος, σκηνογράφος, σκιτσογράφος, στενογράφος, τυπογράφος, φωτογράφος, χρονογράφος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ., τεχν.) Υπάρχουν ουσιαστικά σε -γράφος που δηλώνουν εξειδικευμένα όργανα για τη γραπτή αποτύπωση της μέτρησης μιας λειτουργίας ή ενός φαινομένου (π.χ. παλμογράφος), σπανιότερα δε όργανα γραφής ή σχεδίου (π.χ. στιλογράφος, ραπιδογράφος).

ανεμογράφος, βαρογράφος, γραμμογράφος, καμπυλογράφος, καρδιογράφος, μαστογράφος, παλμογράφος, ραπιδογράφος, σεισμογράφος, στιλογράφος (= στιλό), σφυγμογράφος, ταχογράφος, φωνογράφος (και συχνότερα φωνόγραφος)

Επίθετα

-γραφικός [γrafikós], -γραφική, -γραφικό

Για παράδειγμα, το φωτογραφικό χαρτί χρησιμοποιείται για την εκτύπωση φωτογραφιών.

αγιογραφικός, ακτινογραφικός, βιβλιογραφικός, βιογραφικός, γελοιογραφικός, γεωγραφικός, δημογραφικός, δημοσιογραφικός, δισκογραφικός, ειδησεογραφικός, ζωγραφικός, ηθογραφικός, ιστοριογραφικός, καλλιγραφικός, κινηματογραφικός, κρυπτογραφικός, λαογραφικός, λεξικογραφικός, μυθιστοριογραφικός, ορθογραφικός, περιγραφικός, πορνογραφικός, σκηνογραφικός, στενογραφικός, τηλεγραφικός, τοπογραφικός, τυπογραφικός, φωτογραφικός, χαρτογραφικός, χορογραφικός, ωκεανογραφικός

-γραφος [γrafos], -γραφη, -γραφο

Για παράδειγμα, μία ενυπόγραφη δήλωση έχει την υπογραφή αυτού που την κάνει, ενώ ένα χειρόγραφο κείμενο έχει γραφτεί με το χέρι (και όχι σε υπολογιστή).

άγραφος, ανυπόγραφος, αυτόγραφος, δακτυλόγραφος, έγγραφος, ενυπόγραφος, ιδιόγραφος, ομόγραφος, υστερόγραφος, χειρόγραφος

✔ Κάποια από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. αυτόγραφο, έγγραφο, υστερόγραφο, χειρόγραφο).


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.