Λεξισκόπιο: εντοιχισμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ντοι-χι-σμέ-νος

Μορφολογία

εντοιχίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοιχίζωεντοιχίζουμε & εντοιχίζομε διαλ.
Βεντοιχίζειςεντοιχίζετε
Γεντοιχίζειεντοιχίζουν & εντοιχίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντοίχιζεεντοιχίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήεντοιχίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοίχισαεντοιχίσαμε
Βεντοίχισεςεντοιχίσατε
Γεντοίχισεεντοίχισαν & εντοιχίσαν προφ. & εντοιχίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοιχίσωεντοιχίσουμε & εντοιχίσομε διαλ.
Βεντοιχίσειςεντοιχίσετε
Γεντοιχίσειεντοιχίσουν & εντοιχίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντοίχισεεντοιχίσετε & εντοιχίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεντοιχίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοίχιζαεντοιχίζαμε
Βεντοίχιζεςεντοιχίζατε
Γεντοίχιζεεντοίχιζαν & εντοιχίζαν προφ. & εντοιχίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοιχίζομαιεντοιχιζόμαστε
Βεντοιχίζεσαιεντοιχίζεστε & εντοιχιζόσαστε προφ.
Γεντοιχίζεταιεντοιχίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεντοιχίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεντοιχιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοιχίστηκα & εντοιχίσθηκα λόγ. εντοιχιστήκαμε & εντοιχισθήκαμε λόγ.
Βεντοιχίστηκες & εντοιχίσθηκες λόγ. εντοιχιστήκατε & εντοιχισθήκατε λόγ.
Γεντοιχίστηκε & εντοιχίσθηκε λόγ. εντοιχίστηκαν & εντοιχίσθηκαν λόγ. & εντοιχιστήκαν προφ. & εντοιχιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοιχιστώ & εντοιχισθώ λόγ. εντοιχιστούμε & εντοιχισθούμε λόγ.
Βεντοιχιστείς & εντοιχισθείς λόγ. εντοιχιστείτε & εντοιχισθείτε λόγ.
Γεντοιχιστεί & εντοιχισθεί λόγ. εντοιχιστούν & εντοιχισθούν λόγ. & εντοιχισθούνε λόγ. & εντοιχιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντοιχίσουεντοιχιστείτε & εντοιχισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεντοιχιστεί & εντοιχισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοιχιζόμουν & εντοιχιζόμουνα προφ. εντοιχιζόμασταν & εντοιχιζόμαστε
Βεντοιχιζόσουν & εντοιχιζόσουνα προφ. εντοιχιζόσασταν & εντοιχιζόσαστε προφ.
Γεντοιχιζόταν & εντοιχιζότανε προφ. εντοιχίζονταν & εντοιχιζόντανε προφ. & εντοιχιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεντοιχισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εντοιχισμένος μτχ.

Σχωνευτός1

Προθήματα - Επιθήματα

εν- [en]

έν- [én] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εμ- [em] και έμ- [ém] πριν από /β/, /μ/, /π/, /φ/ ή /ψ/
εγ- [eŋ] και έγ- [éŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
ελ- [el] και έλ- [él] πριν από /λ/
ερ- [er] και έρ- [ér] πριν από /ρ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εν.

1. Μέσα σε κάτι

Το εν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι μέσα σε κάτι άλλο ή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, όταν εμφιαλώνω ένα υγρό το βάζω μέσα σε μπουκάλι (φιάλη).

εγκέφαλος

εγκόσμιος, -α, -ο

εγκιβωτίζω

εγκιβωτισμός

εγχώριος, -α, -ο

εγκλιματίζω

εγκλιματισμός

εμφύλιος, -α, -ο

ελλιμενίζομαι

εμφιάλωση

εμφιαλώνω

ένοικος

ενσαρκώνω

ενσάρκωση

ενσταλάζω

ενσωμάτωση

ενσωματώνω

ενταφίαση

ενταφιάζω

εντοιχισμός

εντοιχίζω

✔ Ορισμένες λέξεις με το εν- δηλώνουν ότι κάτι γίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται έγκαιρα γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια.

έγκαιρος, -η, -ο, εμπρόθεσμος, -η, -ο

2. Με ορισμένο τρόπο

Το εν- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι διαθέτει μια ορισμένη ιδιότητα ή γίνεται με ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν είμαστε εμπύρετοι έχουμε πυρετό, ενώ η έμμισθη εργασία γίνεται με μισθό.

έγγραφος, -η, -ο, έγκυρος, -η, -ο, έγχορδος, -η, -ο, έγχρωμος, -η, -ο, έλλογος, -η, -ο, έμμετρος, -η, -ο, έμμισθος, -η, -ο, έμπειρος, -η, -ο, εμπύρετος, -η, -ο, εμφανής, -ής, -ές, έμψυχος, -η, -ο, εναγώνιος, -α, -ο, ενάρετος, -η, -ο, ένδικος, -η, -ο, ένοπλος, -η, -ο, ένορκος, -η, -ο, ενσύρματος, -η, -ο, έντοκος, -η, -ο, έντρομος, -η, -ο, έντυπος, -η, -ο, ένυδρος, -η, -ο, ενυπόγραφος, -η, -ο, έρρινος, -η, -ο / ένρινος, -η, -ο, έρρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το α-* (π.χ. έγκυροςάκυρος, εμπύρετοςαπύρετος).


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.