Λεξισκόπιο: ενθουσιάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εν-θου-σι-ά-ζω

Μορφολογία

ενθουσιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσιάζωενθουσιάζουμε & ενθουσιάζομε διαλ.
Βενθουσιάζειςενθουσιάζετε
Γενθουσιάζειενθουσιάζουν & ενθουσιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βενθουσίαζεενθουσιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήενθουσιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσίασαενθουσιάσαμε
Βενθουσίασεςενθουσιάσατε
Γενθουσίασεενθουσίασαν & ενθουσιάσαν προφ. & ενθουσιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσιάσωενθουσιάσουμε & ενθουσιάσομε διαλ.
Βενθουσιάσειςενθουσιάσετε
Γενθουσιάσειενθουσιάσουν & ενθουσιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βενθουσίασεενθουσιάσετε & ενθουσιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοενθουσιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσίαζαενθουσιάζαμε
Βενθουσίαζεςενθουσιάζατε
Γενθουσίαζεενθουσίαζαν & ενθουσιάζαν προφ. & ενθουσιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσιάζομαιενθουσιαζόμαστε
Βενθουσιάζεσαιενθουσιάζεστε & ενθουσιαζόσαστε προφ.
Γενθουσιάζεταιενθουσιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βενθουσιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήενθουσιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσιάστηκα & ενθουσιάσθηκα λόγ. ενθουσιαστήκαμε & ενθουσιασθήκαμε λόγ.
Βενθουσιάστηκες & ενθουσιάσθηκες λόγ. ενθουσιαστήκατε & ενθουσιασθήκατε λόγ.
Γενθουσιάστηκε & ενθουσιάσθηκε λόγ. ενθουσιάστηκαν & ενθουσιάσθηκαν λόγ. & ενθουσιαστήκαν προφ. & ενθουσιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσιαστώ & ενθουσιασθώ λόγ. ενθουσιαστούμε & ενθουσιασθούμε λόγ.
Βενθουσιαστείς & ενθουσιασθείς λόγ. ενθουσιαστείτε & ενθουσιασθείτε λόγ.
Γενθουσιαστεί & ενθουσιασθεί λόγ. ενθουσιαστούν & ενθουσιασθούν λόγ. & ενθουσιασθούνε λόγ. & ενθουσιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βενθουσιάσουενθουσιαστείτε & ενθουσιασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοενθουσιαστεί & ενθουσιασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενθουσιαζόμουν & ενθουσιαζόμουνα προφ. ενθουσιαζόμασταν & ενθουσιαζόμαστε
Βενθουσιαζόσουν & ενθουσιαζόσουνα προφ. ενθουσιαζόσασταν & ενθουσιαζόσαστε προφ.
Γενθουσιαζόταν & ενθουσιαζότανε προφ. ενθουσιάζονταν & ενθουσιαζόντανε προφ. & ενθουσιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήενθουσιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ενθουσιάζω ρήμ.

Σσυναρπάζω, συνεπαίρνω2, απογειώνω2


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.