Λεξισκόπιο: ενεργώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-νερ-γώ

Μορφολογία

ενεργώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενεργώενεργούμε
Βενεργείςενεργείτε
Γενεργείενεργούν & ενεργούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βενεργείτε
Ενεστώτας-Μετοχήενεργώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενήργησα & ενέργησα προφ. ενεργήσαμε
Βενήργησες & ενέργησες προφ. ενεργήσατε
Γενήργησε & ενέργησε προφ. ενήργησαν & ενέργησαν προφ. & ενεργήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενεργήσωενεργήσουμε & ενεργήσομε διαλ.
Βενεργήσειςενεργήσετε
Γενεργήσειενεργήσουν & ενεργήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βενέργησεενεργήσετε & ενεργήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοενεργήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενεργούσαενεργούσαμε
Βενεργούσεςενεργούσατε
Γενεργούσεενεργούσαν & ενεργούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενεργούμαιενεργούμαστε προφ.
Βενεργείσαιενεργείστε
Γενεργείταιενεργούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βενεργείστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενεργήθηκαενεργηθήκαμε
Βενεργήθηκεςενεργηθήκατε
Γενεργήθηκεενεργήθηκαν & ενεργηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενεργηθώενεργηθούμε
Βενεργηθείςενεργηθείτε
Γενεργηθείενεργηθούν & ενεργηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βενεργήσουενεργηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοενεργηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενεργούμουν προφ. ενεργούμασταν προφ. & ενεργούμαστε προφ.
Β------
Γενεργείτο λόγ. & ενεργούνταν προφ. ενεργούντο λόγ. & ενεργούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήενεργημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ενεργώ ρήμ. λόγ.

  1. Σδρω, κινούμαι2, δραστηριοποιούμαι: Πρέπει να ενεργήσουμε συντονισμένα. Ααδρανώ
  2. Σδιενεργώ λόγ., διεξάγω λόγ., πραγματοποιώ3, κάνω6: Ενεργεί ανακρίσεις.

ενεργούμαι

Σαφοδεύω, αποπατώ παρωχ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.