Λεξισκόπιο: εμπιστεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-μπι-στεύ-ο-μαι

Μορφολογία

εμπιστεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπιστεύομαιεμπιστευόμαστε
Βεμπιστεύεσαιεμπιστεύεστε & εμπιστευόσαστε προφ.
Γεμπιστεύεταιεμπιστεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεμπιστεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεμπιστευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπιστεύτηκα & εμπιστεύθηκα λόγ. εμπιστευτήκαμε & εμπιστευθήκαμε λόγ.
Βεμπιστεύτηκες & εμπιστεύθηκες λόγ. εμπιστευτήκατε & εμπιστευθήκατε λόγ.
Γεμπιστεύτηκε & εμπιστεύθηκε λόγ. εμπιστεύτηκαν & εμπιστευθήκανε λόγ. & εμπιστεύθηκαν λόγ. & εμπιστευτήκαν προφ. & εμπιστευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπιστευτώ & εμπιστευθώ λόγ. εμπιστευτούμε & εμπιστευθούμε λόγ.
Βεμπιστευτείς & εμπιστευθείς λόγ. εμπιστευτείτε & εμπιστευθείτε λόγ.
Γεμπιστευτεί & εμπιστευθεί λόγ. εμπιστευτούν & εμπιστευθούν λόγ. & εμπιστευθούνε λόγ. & εμπιστευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεμπιστεύσου & εμπιστέψου προφ. εμπιστευτείτε & εμπιστευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεμπιστευτεί & εμπιστευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπιστευόμουν & εμπιστευόμουνα προφ. εμπιστευόμασταν & εμπιστευόμαστε
Βεμπιστευόσουν & εμπιστευόσουνα προφ. εμπιστευόσασταν & εμπιστευόσαστε προφ.
Γεμπιστευόταν & εμπιστευότανε προφ. εμπιστεύονταν & εμπιστευόντανε προφ. & εμπιστευόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

εμπιστεύομαι ρήμ.

  1. Σδείχνω εμπιστοσύνη, πιστεύω1
  2. Σαναθέτω, αφήνω10
  3. Σεκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.