Λεξισκόπιο: εμπαίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-μπαί-ζω

Μορφολογία

εμπαίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπαίζωεμπαίζουμε & εμπαίζομε διαλ.
Βεμπαίζειςεμπαίζετε
Γεμπαίζειεμπαίζουν & εμπαίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέμπαιζεεμπαίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήεμπαίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενέπαιξαεμπαίξαμε
Βενέπαιξεςεμπαίξατε
Γενέπαιξεενέπαιξαν & εμπαίξαν προφ. & εμπαίξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπαίξωεμπαίξουμε & εμπαίξομε διαλ.
Βεμπαίξειςεμπαίξετε
Γεμπαίξειεμπαίξουν & εμπαίξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέμπαιξεεμπαίξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεμπαίξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενέπαιζαεμπαίζαμε
Βενέπαιζεςεμπαίζατε
Γενέπαιζεενέπαιζαν & εμπαίζαν προφ. & εμπαίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπαίζομαιεμπαιζόμαστε
Βεμπαίζεσαιεμπαίζεστε & εμπαιζόσαστε προφ.
Γεμπαίζεταιεμπαίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεμπαίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεμπαιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπαίχτηκα & εμπαίχθηκα λόγ. εμπαιχτήκαμε & εμπαιχθήκαμε λόγ.
Βεμπαίχτηκες & εμπαίχθηκες λόγ. εμπαιχτήκατε & εμπαιχθήκατε λόγ.
Γεμπαίχτηκε & εμπαίχθηκε λόγ. εμπαίχτηκαν & εμπαίχθηκαν λόγ. & εμπαιχτήκαν προφ. & εμπαιχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπαιχτώ & εμπαιχθώ λόγ. εμπαιχτούμε & εμπαιχθούμε λόγ.
Βεμπαιχτείς & εμπαιχθείς λόγ. εμπαιχτείτε & εμπαιχθείτε λόγ.
Γεμπαιχτεί & εμπαιχθεί λόγ. εμπαιχτούν & εμπαιχθούν λόγ. & εμπαιχθούνε λόγ. & εμπαιχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεμπαίξουεμπαιχτείτε & εμπαιχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεμπαιχτεί & εμπαιχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεμπαιζόμουν & εμπαιζόμουνα προφ. εμπαιζόμασταν & εμπαιζόμαστε
Βεμπαιζόσουν & εμπαιζόσουνα προφ. εμπαιζόσασταν & εμπαιζόσαστε προφ.
Γεμπαιζόταν & εμπαιζότανε προφ. εμπαίζονταν & εμπαιζόντανε προφ. & εμπαιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεμπαιγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εμπαίζω ρήμ. λόγ.

  1. Σχλευάζω λόγ., κοροϊδεύω1, περιπαίζω, περιγελάω
  2. Σπαραπλανώ, εξαπατώ, ξεγελάω

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.