Λεξισκόπιο: ελεούμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-λε-ού-μαι

Μορφολογία

ελεώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελεώελεούμε
Βελεείςελεείτε
Γελεείελεούν & ελεούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βελεείτε
Ενεστώτας-Μετοχήελεώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελέησαελεήσαμε
Βελέησεςελεήσατε
Γελέησεελέησαν & ελεήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελεήσωελεήσουμε & ελεήσομε διαλ.
Βελεήσειςελεήσετε
Γελεήσειελεήσουν & ελεήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βελέησεελεήσετε & ελεήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοελεήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελεούσαελεούσαμε
Βελεούσεςελεούσατε
Γελεούσεελεούσαν & ελεούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελεούμαιελεούμαστε προφ.
Βελεείσαιελεείστε
Γελεείταιελεούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βελεείστε
Ενεστώτας-Μετοχήελεούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελεήθηκαελεηθήκαμε
Βελεήθηκεςελεηθήκατε
Γελεήθηκεελεήθηκαν & ελεηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελεηθώελεηθούμε
Βελεηθείςελεηθείτε
Γελεηθείελεηθούν & ελεηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βελεήσουελεηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοελεηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελεούμουν προφ. ελεούμασταν προφ. & ελεούμαστε προφ.
Β------
Γελεείτο λόγ. & ελεούνταν προφ. ελεούντο λόγ. & ελεούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήελεημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ελεώ ρήμ. λόγ.

  1. Σδίνω ελεημοσύνη: Ελεήστε τον αόμματο!
  2. Σευσπλαχνίζομαι, λυπάμαι2, συμπονώ: Να τους ελεήσει ο Θεός!

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.