Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-κτι-μώ
Μορφολογία
εκτιμώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκτιμώ & εκτιμάω προφ. | εκτιμάμε & εκτιμούμε |
Β | εκτιμάς | εκτιμάτε |
Γ | εκτιμά & εκτιμάει προφ. | εκτιμούν & εκτιμάν προφ. & εκτιμάνε προφ. & εκτιμούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εκτιμώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκτίμησα & εξετίμησα λόγ. | εκτιμήσαμε |
Β | εκτίμησες & εξετίμησες λόγ. | εκτιμήσατε |
Γ | εκτίμησε & εξετίμησε λόγ. | εκτίμησαν & εξετίμησαν λόγ. & εκτιμήσαν προφ. & εκτιμήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκτιμήσω | εκτιμήσουμε & εκτιμήσομε διαλ. |
Β | εκτιμήσεις | εκτιμήσετε |
Γ | εκτιμήσει | εκτιμήσουν & εκτιμήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εκτίμησε | εκτιμήσετε & εκτιμήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εκτιμήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκτιμούσα | εκτιμούσαμε |
Β | εκτιμούσες | εκτιμούσατε |
Γ | εκτιμούσε | εκτιμούσαν & εκτιμούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκτιμώμαι | εκτιμώμεθα λόγ. & εκτιμόμαστε προφ. |
Β | εκτιμάσαι | εκτιμάσθε λόγ. & εκτιμάστε προφ. |
Γ | εκτιμάται | εκτιμώνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | εκτιμάσθε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εκτιμώμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκτιμήθηκα | εκτιμηθήκαμε |
Β | εκτιμήθηκες | εκτιμηθήκατε |
Γ | εκτιμήθηκε | εκτιμήθηκαν & εκτιμηθήκαν προφ. & εκτιμηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκτιμηθώ | εκτιμηθούμε |
Β | εκτιμηθείς | εκτιμηθείτε |
Γ | εκτιμηθεί | εκτιμηθούν & εκτιμηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εκτιμήσου | εκτιμηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εκτιμηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | --- | --- |
Β | --- | --- |
Γ | εκτιμάτο λόγ. | εκτιμώντο λόγ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εκτιμημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εκτιμώ ρήμ.
- Σ: αποτιμώ, υπολογίζω3, σταθμίζω, λογαριάζω1
- Σ: θεωρώ1, νομίζω, πιστεύω2: Εκτιμούν ότι θα υπάρξει ανάκαμψη.
- Σ: σέβομαι2, υπολήπτομαι λόγ.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.