Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
εκ-μαι-εύ-ω
Μορφολογία
εκμαιεύω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαιεύω | εκμαιεύουμε & εκμαιεύομε διαλ. |
Β | εκμαιεύεις | εκμαιεύετε |
Γ | εκμαιεύει | εκμαιεύουν & εκμαιεύουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εκμαίευε | εκμαιεύετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εκμαιεύοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαίευσα | εκμαιεύσαμε |
Β | εκμαίευσες | εκμαιεύσατε |
Γ | εκμαίευσε | εκμαίευσαν & εκμαιεύσαν προφ. & εκμαιεύσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαιεύσω | εκμαιεύσουμε & εκμαιεύσομε διαλ. |
Β | εκμαιεύσεις | εκμαιεύσετε |
Γ | εκμαιεύσει | εκμαιεύσουν & εκμαιεύσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εκμαίευσε | εκμαιεύσετε & εκμαιεύστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εκμαιεύσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαίευα | εκμαιεύαμε |
Β | εκμαίευες | εκμαιεύατε |
Γ | εκμαίευε | εκμαίευαν & εκμαιεύαν προφ. & εκμαιεύανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαιεύομαι | εκμαιευόμαστε |
Β | εκμαιεύεσαι | εκμαιεύεστε & εκμαιευόσαστε προφ. |
Γ | εκμαιεύεται | εκμαιεύονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εκμαιευόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαιεύτηκα & εκμαιεύθηκα λόγ. | εκμαιευτήκαμε & εκμαιευθήκαμε λόγ. |
Β | εκμαιεύτηκες & εκμαιεύθηκες λόγ. | εκμαιευτήκατε & εκμαιευθήκατε λόγ. |
Γ | εκμαιεύτηκε & εκμαιεύθηκε λόγ. | εκμαιεύτηκαν & εκμαιευθήκανε λόγ. & εκμαιεύθηκαν λόγ. & εκμαιευτήκαν προφ. & εκμαιευτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαιευτώ & εκμαιευθώ λόγ. | εκμαιευτούμε & εκμαιευθούμε λόγ. |
Β | εκμαιευτείς & εκμαιευθείς λόγ. | εκμαιευτείτε & εκμαιευθείτε λόγ. |
Γ | εκμαιευτεί & εκμαιευθεί λόγ. | εκμαιευτούν & εκμαιευθούν λόγ. & εκμαιευθούνε λόγ. & εκμαιευτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εκμαιεύσου | εκμαιευτείτε & εκμαιευθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εκμαιευτεί & εκμαιευθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εκμαιευόμουν & εκμαιευόμουνα προφ. | εκμαιευόμασταν & εκμαιευόμαστε |
Β | εκμαιευόσουν & εκμαιευόσουνα προφ. | εκμαιευόσασταν & εκμαιευόσαστε προφ. |
Γ | εκμαιευόταν & εκμαιευότανε προφ. | εκμαιεύονταν & εκμαιευόντανε προφ. & εκμαιευόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εκμαιευμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εκμαιεύω ρήμ. λόγ.
Σ: αποσπώ6, υφαρπάζω λόγ.: Επιχείρησε να εκμαιεύσει τη συγκατάθεσή της.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.