Λεξισκόπιο: εκκλησιάζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εκ-κλη-σι-ά-ζο-μαι

Μορφολογία

εκκλησιάζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκκλησιάζομαιεκκλησιαζόμαστε
Βεκκλησιάζεσαιεκκλησιάζεστε & εκκλησιαζόσαστε προφ.
Γεκκλησιάζεταιεκκλησιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκκλησιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεκκλησιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκκλησιάστηκα & εκκλησιάσθηκα λόγ. εκκλησιαστήκαμε & εκκλησιασθήκαμε λόγ.
Βεκκλησιάστηκες & εκκλησιάσθηκες λόγ. εκκλησιαστήκατε & εκκλησιασθήκατε λόγ.
Γεκκλησιάστηκε & εκκλησιάσθηκε λόγ. εκκλησιάστηκαν & εκκλησιάσθηκαν λόγ. & εκκλησιαστήκαν προφ. & εκκλησιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκκλησιαστώ & εκκλησιασθώ λόγ. εκκλησιαστούμε & εκκλησιασθούμε λόγ.
Βεκκλησιαστείς & εκκλησιασθείς λόγ. εκκλησιαστείτε & εκκλησιασθείτε λόγ.
Γεκκλησιαστεί & εκκλησιασθεί λόγ. εκκλησιαστούν & εκκλησιασθούν λόγ. & εκκλησιασθούνε λόγ. & εκκλησιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκκλησιάσουεκκλησιαστείτε & εκκλησιασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεκκλησιαστεί & εκκλησιασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκκλησιαζόμουν & εκκλησιαζόμουνα προφ. εκκλησιαζόμασταν & εκκλησιαζόμαστε
Βεκκλησιαζόσουν & εκκλησιαζόσουνα προφ. εκκλησιαζόσασταν & εκκλησιαζόσαστε προφ.
Γεκκλησιαζόταν & εκκλησιαζότανε προφ. εκκλησιάζονταν & εκκλησιαζόντανε προφ. & εκκλησιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεκκλησιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκκλησιάζομαι ρήμ.

Σλειτουργούμαι


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.