Λεξισκόπιο: εισρέει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εισ-ρέ-ει

Μορφολογία

εισρέω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεισρέωεισρέουμε & εισρέομε διαλ.
Βεισρέειςεισρέετε
Γεισρέειεισρέουν & εισρέουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βείσρεεεισρέετε
Ενεστώτας-Μετοχήεισρέοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεισέρρευσαεισρεύσαμε
Βεισέρρευσεςεισρεύσατε
Γεισέρρευσεεισέρρευσαν & εισρεύσαν προφ. & εισρεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεισρεύσωεισρεύσουμε & εισρεύσομε διαλ.
Βεισρεύσειςεισρεύσετε
Γεισρεύσειεισρεύσουν & εισρεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βείσρευσεεισρεύσετε & εισρεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεισρεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεισέρρεαεισρέαμε
Βεισέρρεεςεισρέατε
Γεισέρρεεεισέρρεαν & εισρέαν προφ. & εισρέανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

εισρέει ρήμ. λόγ.

  1. Σεισέρχεται λόγ.: Τα νερά εισέρρευσαν στα υπόγεια.
  2. Σεισάγεται: Εισρέει συνάλλαγμα. Αεκρέει2 λόγ., εξάγεται2

Προθήματα - Επιθήματα

εισ- [is]

εισ- [iz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
είσ- [ís] ή [íz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εις.

1. Προς τα μέσα

Το εισ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς τα μέσα ή μπαίνει κάπου (συνήθως σε κλειστό ή μικρότερο χώρο). Για παράδειγμα, όταν εισερχόμαστε σε ένα χώρο μπαίνουμε μέσα, ενώ κατά την εισπνοή ο αέρας μπαίνει στα πνευμόνια μας.

εισαγωγή

εισαγωγικός, -ή, -ό

εισάγω

εισβολέας

εισηγητικός, -ή, -ό

εισβάλλω

εισβολή

εισπρακτικός, -ή, -ό

εισέρχομαι

εισιτήριο

εισορμώ

εισόδημα

εισπνέω

εισοδηματίας

εισπράττω

είσοδος

εισρέω

εισπνοή

εισφέρω

εισπράκτορας

εισχωρώ

είσπραξη

εισροή

εισφορά

ΑΝΤ Για λέξεις με την αντίθετη σημασία βλ. εκ-* (π.χ. εισέρχομαιεξέρχομαι, εισπνοήεκπνοή).

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν κίνηση προς ένα συγκεκριμένο σημείο ή μία κατεύθυνση βλ. προσ-*.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.