Λεξισκόπιο: εγκωμιάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-γκω-μι-ά-ζω

Μορφολογία

εγκωμιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμιάζωεγκωμιάζουμε & εγκωμιάζομε διαλ.
Βεγκωμιάζειςεγκωμιάζετε
Γεγκωμιάζειεγκωμιάζουν & εγκωμιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεγκωμίαζεεγκωμιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήεγκωμιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμίασαεγκωμιάσαμε
Βεγκωμίασεςεγκωμιάσατε
Γεγκωμίασεεγκωμίασαν & εγκωμιάσαν προφ. & εγκωμιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμιάσωεγκωμιάσουμε & εγκωμιάσομε διαλ.
Βεγκωμιάσειςεγκωμιάσετε
Γεγκωμιάσειεγκωμιάσουν & εγκωμιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεγκωμίασεεγκωμιάσετε & εγκωμιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεγκωμιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμίαζαεγκωμιάζαμε
Βεγκωμίαζεςεγκωμιάζατε
Γεγκωμίαζεεγκωμίαζαν & εγκωμιάζαν προφ. & εγκωμιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμιάζομαιεγκωμιαζόμαστε
Βεγκωμιάζεσαιεγκωμιάζεστε & εγκωμιαζόσαστε προφ.
Γεγκωμιάζεταιεγκωμιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεγκωμιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεγκωμιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμιάστηκα & εγκωμιάσθηκα λόγ. εγκωμιαστήκαμε & εγκωμιασθήκαμε λόγ.
Βεγκωμιάστηκες & εγκωμιάσθηκες λόγ. εγκωμιαστήκατε & εγκωμιασθήκατε λόγ.
Γεγκωμιάστηκε & εγκωμιάσθηκε λόγ. εγκωμιάστηκαν & εγκωμιάσθηκαν λόγ. & εγκωμιαστήκαν προφ. & εγκωμιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμιαστώ & εγκωμιασθώ λόγ. εγκωμιαστούμε & εγκωμιασθούμε λόγ.
Βεγκωμιαστείς & εγκωμιασθείς λόγ. εγκωμιαστείτε & εγκωμιασθείτε λόγ.
Γεγκωμιαστεί & εγκωμιασθεί λόγ. εγκωμιαστούν & εγκωμιασθούν λόγ. & εγκωμιασθούνε λόγ. & εγκωμιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεγκωμιάσουεγκωμιαστείτε & εγκωμιασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεγκωμιαστεί & εγκωμιασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγκωμιαζόμουν & εγκωμιαζόμουνα προφ. εγκωμιαζόμασταν & εγκωμιαζόμαστε
Βεγκωμιαζόσουν & εγκωμιαζόσουνα προφ. εγκωμιαζόσασταν & εγκωμιαζόσαστε προφ.
Γεγκωμιαζόταν & εγκωμιαζότανε προφ. εγκωμιάζονταν & εγκωμιαζόντανε προφ. & εγκωμιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεγκωμιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εγκωμιάζω ρήμ.

Σεκθειάζω, εξαίρω2 λόγ., εξυμνώ, πλέκω το εγκώμιο


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.