Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-γκα-τα-σπεί-ρω
Μορφολογία
εγκατασπείρω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατασπείρω | εγκατασπείρουμε & εγκατασπείρομε διαλ. |
Β | εγκατασπείρεις | εγκατασπείρετε |
Γ | εγκατασπείρει | εγκατασπείρουν & εγκατασπείρουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εγκατάσπειρε | εγκατασπείρετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εγκατασπείροντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατέσπειρα | εγκατασπείραμε |
Β | εγκατέσπειρες | εγκατασπείρατε |
Γ | εγκατέσπειρε | εγκατέσπειραν & εγκατασπείραν προφ. & εγκατασπείρανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατασπείρω | εγκατασπείρουμε & εγκατασπείρομε διαλ. |
Β | εγκατασπείρεις | εγκατασπείρετε |
Γ | εγκατασπείρει | εγκατασπείρουν & εγκατασπείρουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εγκατάσπειρε | εγκατασπείρετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εγκατασπείρει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατέσπειρα | εγκατασπείραμε |
Β | εγκατέσπειρες | εγκατασπείρατε |
Γ | εγκατέσπειρε | εγκατέσπειραν & εγκατασπείραν προφ. & εγκατασπείρανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατασπείρομαι | εγκατασπειρόμαστε |
Β | εγκατασπείρεσαι | εγκατασπείρεστε & εγκατασπειρόσαστε προφ. |
Γ | εγκατασπείρεται | εγκατασπείρονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | εγκατασπείρεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εγκατασπειρόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατασπάρθηκα | εγκατασπαρθήκαμε |
Β | εγκατασπάρθηκες | εγκατασπαρθήκατε |
Γ | εγκατασπάρθηκε | εγκατασπάρθηκαν & εγκατασπαρθήκαν προφ. & εγκατασπαρθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατασπαρθώ | εγκατασπαρθούμε |
Β | εγκατασπαρθείς | εγκατασπαρθείτε |
Γ | εγκατασπαρθεί | εγκατασπαρθούν & εγκατασπαρθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | εγκατασπαρθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εγκατασπαρθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εγκατασπειρόμουν & εγκατασπειρόμουνα προφ. | εγκατασπειρόμασταν & εγκατασπειρόμαστε |
Β | εγκατασπειρόσουν & εγκατασπειρόσουνα προφ. | εγκατασπειρόσασταν & εγκατασπειρόσαστε προφ. |
Γ | εγκατασπειρόταν & εγκατασπειρότανε προφ. | εγκατασπείρονταν & εγκατασπειρόντανε προφ. & εγκατασπειρόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εγκατεσπαρμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εγκατασπείρω ρήμ. λόγ.
Σ: σκορπίζω1, διασκορπίζω1, διασπείρω1 λόγ.: Το έργο του βρίσκεται εγκατεσπαρμένο σε διάφορα έντυπα.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.