Λεξισκόπιο: εγγυημένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εγ-γυ-η-μέ-νος

Μορφολογία

εγγυημένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεγγυημένοςοιεγγυημένοι
Γενικήτουεγγυημένουτωνεγγυημένων
Αιτιατικήτονεγγυημένοτουςεγγυημένους
Κλητική εγγυημένε εγγυημένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεγγυημένηοιεγγυημένες
Γενικήτηςεγγυημένηςτωνεγγυημένων
Αιτιατικήτηνεγγυημένητιςεγγυημένες
Κλητική εγγυημένη εγγυημένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεγγυημένοταεγγυημένα
Γενικήτουεγγυημένουτωνεγγυημένων
Αιτιατικήτοεγγυημένοταεγγυημένα
Κλητική εγγυημένο εγγυημένα

εγγυούμαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυούμαιεγγυούμαστε προφ.
Βεγγυείσαιεγγυείστε
Γεγγυείταιεγγυούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεγγυείστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυήθηκαεγγυηθήκαμε
Βεγγυήθηκεςεγγυηθήκατε
Γεγγυήθηκεεγγυήθηκαν & εγγυηθήκαν προφ. & εγγυηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυηθώεγγυηθούμε
Βεγγυηθείςεγγυηθείτε
Γεγγυηθείεγγυηθούν & εγγυηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεγγυήσουεγγυηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεγγυηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυούμουν προφ. εγγυούμασταν προφ. & εγγυούμαστε προφ.
Β------
Γεγγυούνταν προφ. εγγυούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεγγυημένος

εγγυώμαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυώμαιεγγυώμεθα λόγ. & εγγυόμαστε προφ.
Βεγγυάσαιεγγυάσθε λόγ. & εγγυάστε προφ.
Γεγγυάταιεγγυώνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεγγυάσθε λόγ. & εγγυάστε προφ.
Ενεστώτας-Μετοχήεγγυώμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυήθηκαεγγυηθήκαμε
Βεγγυήθηκεςεγγυηθήκατε
Γεγγυήθηκεεγγυήθηκαν & εγγυηθήκαν προφ. & εγγυηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυηθώεγγυηθούμε
Βεγγυηθείςεγγυηθείτε
Γεγγυηθείεγγυηθούν & εγγυηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεγγυήσουεγγυηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεγγυηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεγγυόμουνεγγυομάσταν & εγγυόμαστε προφ.
Βεγγυόσουνεγγυοσάσταν & εγγυοσάστε
Γεγγυόταν & εγγυάτο λόγ. εγγυόνταν & εγγυώντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήεγγυημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εγγυημένος επίθ.

Σσίγουρος3: εγγυημένη ποιότητα


εγγυώμαι ρήμ.

  1. Σ: υπογράφω ως εγγυητής
  2. Σβεβαιώνω1, διαβεβαιώνω2, υπόσχομαι3: Σας εγγυώμαι ότι θα μείνετε ευχαριστημένοι.

εγγυάται

Σαποτελεί εγγύηση: Τι μας εγγυάται ότι δε θα ξανασυμβεί;


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.