Λεξισκόπιο: δόντι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δό-ντι

Μορφολογία

δόντι ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοδόντιταδόντια
Γενικήτουδοντιούτωνδοντιών
Αιτιατικήτοδόντιταδόντια
Κλητική δόντι δόντια

δοντάκι ουσ. ουδ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοδοντάκιταδοντάκια
Γενική------
Αιτιατικήτοδοντάκιταδοντάκια
Κλητική δοντάκι δοντάκια

δοντάρα ουσ. θηλ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηδοντάραοιδοντάρες
Γενικήτηςδοντάρας---
Αιτιατικήτηδοντάρατιςδοντάρες
Κλητική δοντάρα δοντάρες

Συνώνυμα - Αντίθετα

δόντι ουσ.

  1. Σπροεξοχή, εξοχή2, εξόγκωμα1: δόντια τροχού
  2. Σμέσο4, βύσμα2 αργκό: Έχει δόντι στο στρατό.

ΕΚΦ: μιλάω έξω απ' τα δόντια, τα λέω έξω απ' τα δόντια, τρίζω τα δόντια


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.