Λεξισκόπιο: δυναμιτίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δυ-να-μι-τί-ζω

Μορφολογία

δυναμιτίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμιτίζωδυναμιτίζουμε & δυναμιτίζομε διαλ.
Βδυναμιτίζειςδυναμιτίζετε
Γδυναμιτίζειδυναμιτίζουν & δυναμιτίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδυναμίτιζεδυναμιτίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήδυναμιτίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμίτισαδυναμιτίσαμε
Βδυναμίτισεςδυναμιτίσατε
Γδυναμίτισεδυναμίτισαν & δυναμιτίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμιτίσωδυναμιτίσουμε & δυναμιτίσομε διαλ.
Βδυναμιτίσειςδυναμιτίσετε
Γδυναμιτίσειδυναμιτίσουν & δυναμιτίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδυναμίτισεδυναμιτίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδυναμιτίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμίτιζαδυναμιτίζαμε
Βδυναμίτιζεςδυναμιτίζατε
Γδυναμίτιζεδυναμίτιζαν & δυναμιτίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμιτίζομαιδυναμιτιζόμαστε
Βδυναμιτίζεσαιδυναμιτίζεστε & δυναμιτιζόσαστε προφ.
Γδυναμιτίζεταιδυναμιτίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδυναμιτίζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμιτίστηκα & δυναμιτίσθηκα λόγ. δυναμιτιστήκαμε & δυναμιτισθήκαμε λόγ.
Βδυναμιτίστηκες & δυναμιτίσθηκες λόγ. δυναμιτιστήκατε & δυναμιτισθήκατε λόγ.
Γδυναμιτίστηκε & δυναμιτίσθηκε λόγ. δυναμιτίστηκαν & δυναμιτίσθηκαν λόγ. & δυναμιτιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμιτιστώ & δυναμιτισθώ λόγ. δυναμιτιστούμε & δυναμιτισθούμε λόγ.
Βδυναμιτιστείς & δυναμιτισθείς λόγ. δυναμιτιστείτε & δυναμιτισθείτε λόγ.
Γδυναμιτιστεί & δυναμιτισθεί λόγ. δυναμιτιστούν & δυναμιτισθούν λόγ. & δυναμιτισθούνε λόγ. & δυναμιτιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδυναμιτίσουδυναμιτιστείτε & δυναμιτισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοδυναμιτιστεί & δυναμιτισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυναμιτιζόμουν & δυναμιτιζόμουνα προφ. δυναμιτιζόμασταν & δυναμιτιζόμαστε
Βδυναμιτιζόσουν & δυναμιτιζόσουνα προφ. δυναμιτιζόσασταν & δυναμιτιζόσαστε προφ.
Γδυναμιτιζόταν & δυναμιτιζότανε προφ. δυναμιτίζονταν & δυναμιτιζόντανε προφ. & δυναμιτιζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

δυναμιτίζω ρήμ.

  1. Σ: βάζω φουρνέλο, ανατινάζω: Δυναμίτισαν τους υδατοφράχτες.
  2. Συπονομεύω, υποσκάπτω, σαμποτάρω2, τορπιλίζω2, φαλκιδεύω λόγ.: Δυναμίτισαν την ειρηνευτική προσπάθεια.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.