Λεξισκόπιο: γκόμενος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γκό-με-νος

Μορφολογία

γκόμενος ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήογκόμενοςοιγκόμενοι
Γενικήτουγκόμενουτωνγκόμενων
Αιτιατικήτονγκόμενοτουςγκόμενους
Κλητική γκόμενε γκόμενοι

γκόμενα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγκόμεναοιγκόμενες
Γενικήτηςγκόμενας---
Αιτιατικήτηνγκόμενατιςγκόμενες
Κλητική γκόμενα γκόμενες

γκομενίτσα ουσ. θηλ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγκομενίτσα & γκομενούλαοιγκομενίτσες & γκομενούλες
Γενικήτηςγκομενίτσας & γκομενούλας---
Αιτιατικήτηνγκομενίτσα & γκομενούλατιςγκομενίτσες & γκομενούλες
Κλητική γκομενίτσα & γκομενούλα γκομενίτσες & γκομενούλες

γκομενάκι ουσ. ουδ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτογκομενάκιταγκομενάκια
Γενική------
Αιτιατικήτογκομενάκιταγκομενάκια
Κλητική γκομενάκι γκομενάκια

γκομέναρος ουσ. αρσ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήογκομέναροςοιγκομέναροι
Γενικήτουγκομέναρουτωνγκομέναρων
Αιτιατικήτονγκομέναροτουςγκομέναρους
Κλητική γκομέναρε γκομέναροι

γκομενάρα ουσ. θηλ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγκομενάραοιγκομενάρες
Γενικήτηςγκομενάρας---
Αιτιατικήτηνγκομενάρατιςγκομενάρες
Κλητική γκομενάρα γκομενάρες

Συνώνυμα - Αντίθετα

γκόμενος ουσ. προφ.

  1. Σεραστής1, φίλος2
  2. Σκούκλος, παίδαρος προφ.

γκόμενα ουσ. προφ.

  1. Σερωμένη, φιλενάδα2 προφ.
  2. Σκούκλα, θεά

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.