Λεξισκόπιο: γερνάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γερ-νά-ω

Μορφολογία

γερνάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγερνώ & γερνάω προφ. γερνάμε & γερνούμε
Βγερνάςγερνάτε
Γγερνά & γερνάει προφ. γερνούν & γερνάν προφ. & γερνάνε προφ. & γερνούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγέρνα προφ. & γέρναγε προφ. γερνάτε
Ενεστώτας-Μετοχήγερνώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγέρασαγεράσαμε
Βγέρασεςγεράσατε
Γγέρασεγέρασαν & γεράσαν προφ. & γεράσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγεράσωγεράσουμε & γεράσομε διαλ.
Βγεράσειςγεράσετε
Γγεράσειγεράσουν & γεράσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγέρασε & γέρνα προφ. γεράστε
Αόριστος-Απαρέμφατογεράσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγερνούσα & γέρναγα προφ. γερνούσαμε & γερνάγαμε προφ.
Βγερνούσες & γέρναγες προφ. γερνούσατε & γερνάγατε προφ.
Γγερνούσε & γέρναγε προφ. γερνούσαν & γέρναγαν προφ. & γερνάγαν προφ. & γερνάγανε προφ. & γερνούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήγερασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

γερνάω ρήμ.

  1. Σγίνομαι γέρος
  2. Σμεγαλώνω: Όσο γερνάμε, μαθαίνουμε.
  3. Σσπάω7: Μοιάζει γερασμένη.
  4. Στσακίζω5: Τον γέρασαν τα βάσανα.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.