Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
βρο-ντο-κο-πά-ω
βροντοκοπάω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Ενεστώτας-Οριστική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Προστακτική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Μετοχή | βροντοκοπώντας | ||||||||||||
Αόριστος-Οριστική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Υποτακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Προστακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Απαρέμφατο | βροντοκοπήσει | ||||||||||||
Παρατατικός-Οριστική |
| ||||||||||||
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Παρακείμενος-Μετοχή | βροντοκοπημένος |
βροντοκοπάω ρήμ.
Σ: βροντάω, βαράω1 προφ., χτυπάω1, κοπανάω1 προφ.: Ποιος βροντοκοπάει την πόρτα;
-κοπ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κοπ- αναφέρονται στην ενέργεια της κοπής ή (μεταφορικά) σε μια ενέργεια που γίνεται σε έντονο βαθμό.Το συστατικό -κοπ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κόπτω (= κόβω, χτυπώ, κουράζομαι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-κοπάω [kopáo]
Δηλώνει μία ενέργεια που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, μεθοκοπάει αυτός που μεθάει συχνά και πολύ.
-κοπώ [kopó] (σπάνια χρήση)
Για παράδειγμα, χρεοκοπώ σημαίνει φτάνω σε κατάσταση χρεοκοπίας.
Ουσιαστικά
-κόπος [kópos] (αρσ.)
Δηλώνει το πρόσωπο που κάνει μία ενέργεια σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, ο γλεντοκόπος γλεντάει συνέχεια, γλεντοκοπάει, ενώ στρατοκόπος είναι ο οδοιπόρος.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Διαφορετική σημασία έχει η λέξη ξυλοκόπος, η οποία δηλώνει αυτόν που κόβει ξύλα.
Επίθετα
-κοπος [kopos], -κοπη, -κοπο
Για παράδειγμα, δίκοπο μαχαίρι είναι αυτό που κόβει από δύο μεριές, νεόκοπο είναι το νόμισμα νέας κοπής, ενώ ο κατάκοπος είναι ο πολύ κουρασμένος.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Σπανιότερα, κάποια ρήματα σε -κοπάω έχουν τη σημασία «χτυπάω». Για παράδειγμα, σφυροκοπάω κάτι σημαίνει το χτυπάω με σφυρί.
✔ Τα ρήματα σταυροκοπιέμαι (= κάνω το σταυρό μου) και στηθοκοπιέμαι (= εκφράζω τη θλίψη μου χτυπώντας το στήθος μου) δεν έχουν ενεργητική φωνή.