Λεξισκόπιο: βομβαρδίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βομ-βαρ-δί-ζω

Μορφολογία

βομβαρδίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβαρδίζωβομβαρδίζουμε & βομβαρδίζομε διαλ.
Ββομβαρδίζειςβομβαρδίζετε
Γβομβαρδίζειβομβαρδίζουν & βομβαρδίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββομβάρδιζεβομβαρδίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήβομβαρδίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβάρδισαβομβαρδίσαμε
Ββομβάρδισεςβομβαρδίσατε
Γβομβάρδισεβομβάρδισαν & βομβαρδίσαν προφ. & βομβαρδίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβαρδίσωβομβαρδίσουμε & βομβαρδίσομε διαλ.
Ββομβαρδίσειςβομβαρδίσετε
Γβομβαρδίσειβομβαρδίσουν & βομβαρδίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββομβάρδισεβομβαρδίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοβομβαρδίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβάρδιζαβομβαρδίζαμε
Ββομβάρδιζεςβομβαρδίζατε
Γβομβάρδιζεβομβάρδιζαν & βομβαρδίζαν προφ. & βομβαρδίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβαρδίζομαιβομβαρδιζόμαστε
Ββομβαρδίζεσαιβομβαρδίζεστε & βομβαρδίζεσθε λόγ. & βομβαρδιζόσαστε προφ.
Γβομβαρδίζεταιβομβαρδίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Ββομβαρδίζεστε & βομβαρδίζεσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήβομβαρδιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβαρδίστηκα & βομβαρδίσθηκα λόγ. βομβαρδιστήκαμε & βομβαρδισθήκαμε λόγ.
Ββομβαρδίστηκες & βομβαρδίσθηκες λόγ. βομβαρδιστήκατε & βομβαρδισθήκατε λόγ.
Γβομβαρδίστηκε & βομβαρδίσθηκε λόγ. βομβαρδίστηκαν & βομβαρδίσθηκαν λόγ. & βομβαρδισθήκανε λόγ. & βομβαρδιστήκαν προφ. & βομβαρδιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβαρδιστώ & βομβαρδισθώ λόγ. βομβαρδιστούμε & βομβαρδισθούμε λόγ.
Ββομβαρδιστείς & βομβαρδισθείς λόγ. βομβαρδιστείτε & βομβαρδισθείτε λόγ.
Γβομβαρδιστεί & βομβαρδισθεί λόγ. βομβαρδιστούν & βομβαρδισθούν λόγ. & βομβαρδισθούνε λόγ. & βομβαρδιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββομβαρδίσουβομβαρδιστείτε & βομβαρδισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοβομβαρδιστεί & βομβαρδισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβομβαρδιζόμουν & βομβαρδιζόμουνα προφ. βομβαρδιζόμασταν & βομβαρδιζόμαστε
Ββομβαρδιζόσουν & βομβαρδιζόσουνα προφ. βομβαρδιζόσασταν & βομβαρδιζόσαστε προφ.
Γβομβαρδιζόταν & βομβαρδιζότανε προφ. βομβαρδίζονταν & βομβαρδιζόντανε προφ. & βομβαρδιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήβομβαρδισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βομβαρδίζω ρήμ.

  1. Σσφυροκοπάω2: Βομβαρδίζουν τους εχθρικούς στόχους.
  2. Σπολιορκώ4: Μας βομβαρδίζουν με διαφημιστικά μηνύματα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.