Λεξισκόπιο: βοηθάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βο-η-θά-ω

Μορφολογία

βοηθάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοηθώ & βοηθάω προφ. βοηθάμε & βοηθούμε
Ββοηθάςβοηθάτε
Γβοηθά & βοηθάει προφ. βοηθούν & βοηθάν προφ. & βοηθάνε προφ. & βοηθούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββοήθα προφ. & βοήθαγε προφ. & βόηθα προφ. & βόηθαγε προφ. βοηθάτε
Ενεστώτας-Μετοχήβοηθώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοήθησα & βόηθησα προφ. βοηθήσαμε
Ββοήθησες & βόηθησες προφ. βοηθήσατε
Γβοήθησε & βόηθησε προφ. βοήθησαν & βοηθήσαν προφ. & βοηθήσανε προφ. & βόηθησαν προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοηθήσωβοηθήσουμε & βοηθήσομε διαλ.
Ββοηθήσειςβοηθήσετε
Γβοηθήσειβοηθήσουν & βοηθήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββοήθησε & βοήθα προφ. & βόηθα προφ. & βόηθησε προφ. βοηθήσετε & βοηθήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοβοηθήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοηθούσα & βοήθαγα προφ. & βόηθαγα προφ. βοηθούσαμε & βοηθάγαμε προφ.
Ββοηθούσες & βοήθαγες προφ. & βόηθαγες προφ. βοηθούσατε & βοηθάγατε προφ.
Γβοηθούσε & βοήθαγε προφ. & βόηθαγε προφ. βοηθούσαν & βοήθαγαν προφ. & βοηθάγαν προφ. & βοηθάγανε προφ. & βοηθούσανε προφ. & βόηθαγαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοηθιέμαιβοηθιόμαστε
Ββοηθιέσαιβοηθιέστε & βοηθιόσαστε προφ.
Γβοηθιέταιβοηθιούνται & βοηθιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Ββοηθιέστε
Ενεστώτας-Μετοχήβοηθούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοηθήθηκαβοηθηθήκαμε
Ββοηθήθηκεςβοηθηθήκατε
Γβοηθήθηκεβοηθήθηκαν & βοηθηθήκαν προφ. & βοηθηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοηθηθώβοηθηθούμε
Ββοηθηθείςβοηθηθείτε
Γβοηθηθείβοηθηθούν & βοηθηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββοηθήσουβοηθηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβοηθηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβοηθιόμουν & βοηθιόμουνα προφ. βοηθιόμασταν & βοηθιόμαστε
Ββοηθιόσουν & βοηθιόσουνα προφ. βοηθιόσασταν & βοηθιόσαστε προφ.
Γβοηθιόταν & βοηθιότανε προφ. βοηθιούνταν & βοηθιόνταν & βοηθιόντανε προφ. & βοηθιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήβοηθημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βοηθάω ρήμ.

  1. Σσυντρέχω, στηρίζω3: Βοηθάει τον πατέρα του στο μαγαζί.
  2. Σσυμβάλλω, συντείνω, συντελώ: Το ποτό δε βοηθάει να ξεχάσει κανείς.
  3. Σωφελώ2: Τον βοήθησε με τις συμβουλές του.
  4. Σενισχύω3, υποστηρίζω2: Τον βοηθούν οικονομικά οι γονείς του.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.