Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
βι-ώ-νω
Μορφολογία
βιώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βιώνω | βιώνουμε & βιώνομε διαλ. |
Β | βιώνεις | βιώνετε |
Γ | βιώνει | βιώνουν & βιώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βίωνε | βιώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | βιώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βίωσα | βιώσαμε |
Β | βίωσες | βιώσατε |
Γ | βίωσε | βίωσαν & βιώσαν προφ. & βιώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βιώσω | βιώσουμε & βιώσομε διαλ. |
Β | βιώσεις | βιώσετε |
Γ | βιώσει | βιώσουν & βιώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βίωσε | βιώσετε & βιώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | βιώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βίωνα | βιώναμε |
Β | βίωνες | βιώνατε |
Γ | βίωνε | βίωναν & βιώναν προφ. & βιώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βιώνομαι | βιωνόμαστε |
Β | βιώνεσαι | βιώνεστε & βιωνόσαστε προφ. |
Γ | βιώνεται | βιώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βιώθηκα | βιωθήκαμε |
Β | βιώθηκες | βιωθήκατε |
Γ | βιώθηκε | βιώθηκαν & βιωθήκαν προφ. & βιωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βιωθώ | βιωθούμε |
Β | βιωθείς | βιωθείτε |
Γ | βιωθεί | βιωθούν & βιωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βιώσου | βιωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | βιωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βιωνόμουν & βιωνόμουνα προφ. | βιωνόμασταν & βιωνόμαστε |
Β | βιωνόσουν & βιωνόσουνα προφ. | βιωνόσασταν & βιωνόσαστε προφ. |
Γ | βιωνόταν & βιωνότανε προφ. | βιώνονταν & βιωνόντανε προφ. & βιωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | βιωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
βιώνω ρήμ.
Σ: ζω5, περνάω4, γνωρίζω3: Βίωσε το θάνατο του πατέρα του οδυνηρά.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.