Λεξισκόπιο: βερνικώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βερ-νι-κώ-νω

Μορφολογία

βερνικώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνικώνωβερνικώνουμε & βερνικώνομε διαλ.
Ββερνικώνειςβερνικώνετε
Γβερνικώνειβερνικώνουν & βερνικώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββερνίκωνεβερνικώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήβερνικώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνίκωσαβερνικώσαμε
Ββερνίκωσεςβερνικώσατε
Γβερνίκωσεβερνίκωσαν & βερνικώσαν προφ. & βερνικώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνικώσωβερνικώσουμε & βερνικώσομε διαλ.
Ββερνικώσειςβερνικώσετε
Γβερνικώσειβερνικώσουν & βερνικώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββερνίκωσεβερνικώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοβερνικώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνίκωναβερνικώναμε
Ββερνίκωνεςβερνικώνατε
Γβερνίκωνεβερνίκωναν & βερνικώναν προφ. & βερνικώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνικώνομαιβερνικωνόμαστε
Ββερνικώνεσαιβερνικώνεστε & βερνικωνόσαστε προφ.
Γβερνικώνεταιβερνικώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Ββερνικώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνικώθηκαβερνικωθήκαμε
Ββερνικώθηκεςβερνικωθήκατε
Γβερνικώθηκεβερνικώθηκαν & βερνικωθήκαν προφ. & βερνικωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνικωθώβερνικωθούμε
Ββερνικωθείςβερνικωθείτε
Γβερνικωθείβερνικωθούν & βερνικωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββερνικώσουβερνικωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβερνικωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβερνικωνόμουν & βερνικωνόμουνα προφ. βερνικωνόμασταν & βερνικωνόμαστε
Ββερνικωνόσουν & βερνικωνόσουνα προφ. βερνικωνόσασταν & βερνικωνόσαστε προφ.
Γβερνικωνόταν & βερνικωνότανε προφ. βερνικώνονταν & βερνικωνόντανε προφ. & βερνικωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήβερνικωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βερνικώνω ρήμ.

Σστιλβώνω2, λουστράρω: Βερνικώνω τα παπούτσια.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.