Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
βελ-τι-ώ-νο-μαι
Μορφολογία
βελτιώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτιώνω | βελτιώνουμε & βελτιώνομε διαλ. |
Β | βελτιώνεις | βελτιώνετε |
Γ | βελτιώνει | βελτιώνουν & βελτιώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βελτίωνε | βελτιώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | βελτιώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτίωσα | βελτιώσαμε |
Β | βελτίωσες | βελτιώσατε |
Γ | βελτίωσε | βελτίωσαν & βελτιώσαν προφ. & βελτιώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτιώσω | βελτιώσουμε & βελτιώσομε διαλ. |
Β | βελτιώσεις | βελτιώσετε |
Γ | βελτιώσει | βελτιώσουν & βελτιώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βελτίωσε | βελτιώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | βελτιώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτίωνα | βελτιώναμε |
Β | βελτίωνες | βελτιώνατε |
Γ | βελτίωνε | βελτίωναν & βελτιώναν προφ. & βελτιώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτιώνομαι | βελτιωνόμαστε |
Β | βελτιώνεσαι | βελτιώνεστε & βελτιωνόσαστε προφ. |
Γ | βελτιώνεται | βελτιώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | βελτιούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτιώθηκα | βελτιωθήκαμε |
Β | βελτιώθηκες | βελτιωθήκατε |
Γ | βελτιώθηκε | βελτιώθηκαν & βελτιωθήκαν προφ. & βελτιωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτιωθώ | βελτιωθούμε |
Β | βελτιωθείς | βελτιωθείτε |
Γ | βελτιωθεί | βελτιωθούν & βελτιωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βελτιώσου | βελτιωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | βελτιωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βελτιωνόμουν & βελτιωνόμουνα προφ. | βελτιωνόμασταν & βελτιωνόμαστε |
Β | βελτιωνόσουν & βελτιωνόσουνα προφ. | βελτιωνόσασταν & βελτιωνόσαστε προφ. |
Γ | βελτιωνόταν & βελτιωνότανε προφ. | βελτιώνονταν & βελτιωνόντανε προφ. & βελτιωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | βελτιωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
βελτιώνω ρήμ.
Σ: καλυτερεύω, αναβαθμίζω: Ο αθλητής βελτίωσε την επίδοσή του. Α: χειροτερεύω, επιδεινώνω
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.