Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
βα-σα-νί-ζει
Μορφολογία
βασανίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασανίζω | βασανίζουμε & βασανίζομε διαλ. |
Β | βασανίζεις | βασανίζετε |
Γ | βασανίζει | βασανίζουν & βασανίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βασάνιζε | βασανίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | βασανίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασάνισα | βασανίσαμε |
Β | βασάνισες | βασανίσατε |
Γ | βασάνισε | βασάνισαν & βασανίσαν προφ. & βασανίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασανίσω | βασανίσουμε & βασανίσομε διαλ. |
Β | βασανίσεις | βασανίσετε |
Γ | βασανίσει | βασανίσουν & βασανίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βασάνισε | βασανίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | βασανίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασάνιζα | βασανίζαμε |
Β | βασάνιζες | βασανίζατε |
Γ | βασάνιζε | βασάνιζαν & βασανίζαν προφ. & βασανίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασανίζομαι | βασανιζόμαστε |
Β | βασανίζεσαι | βασανίζεστε & βασανίζεσθε λόγ. & βασανιζόσαστε προφ. |
Γ | βασανίζεται | βασανίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | βασανίζεστε & βασανίζεσθε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | βασανιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασανίστηκα & βασανίσθηκα λόγ. | βασανιστήκαμε & βασανισθήκαμε λόγ. |
Β | βασανίστηκες & βασανίσθηκες λόγ. | βασανιστήκατε & βασανισθήκατε λόγ. |
Γ | βασανίστηκε & βασανίσθηκε λόγ. | βασανίστηκαν & βασανίσθηκαν λόγ. & βασανισθήκανε λόγ. & βασανιστήκαν προφ. & βασανιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασανιστώ & βασανισθώ λόγ. | βασανιστούμε & βασανισθούμε λόγ. |
Β | βασανιστείς & βασανισθείς λόγ. | βασανιστείτε & βασανισθείτε λόγ. |
Γ | βασανιστεί & βασανισθεί λόγ. | βασανιστούν & βασανισθούν λόγ. & βασανισθούνε λόγ. & βασανιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | βασανίσου | βασανιστείτε & βασανισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | βασανιστεί & βασανισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | βασανιζόμουν & βασανιζόμουνα προφ. | βασανιζόμασταν & βασανιζόμαστε |
Β | βασανιζόσουν & βασανιζόσουνα προφ. | βασανιζόσασταν & βασανιζόσαστε προφ. |
Γ | βασανιζόταν & βασανιζότανε προφ. | βασανίζονταν & βασανιζόντανε προφ. & βασανιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | βασανισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
βασανίζω ρήμ.
- Σ: υποβάλλω σε βασανιστήρια, κακοποιώ
- Σ: παιδεύω1, ταλαιπωρώ, τυραννάω, ταλανίζω: Τον βασανίζουν οι τύψεις.
- Σ: λεπτολογώ, ψιλοκοσκινίζω, ψειρίζω2 προφ.: Το βασάνισε το θέμα πριν παραδώσει την κόλλα του.
βασανίζομαι
Σ: δεινοπαθώ, μαρτυράω2
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.