Λεξισκόπιο: βάσανο

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βά-σα-νο

Μορφολογία

βάσανο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοβάσανοταβάσανα
Γενικήτουβάσανου & βασάνου λόγ. τωνβάσανων & βασάνων λόγ.
Αιτιατικήτοβάσανοταβάσανα
Κλητική βάσανο βάσανα

βασανάκι ουσ. ουδ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοβασανάκιταβασανάκια
Γενική------
Αιτιατικήτοβασανάκιταβασανάκια
Κλητική βασανάκι βασανάκια

βάσανος ουσ. αρσ. λόγ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοβάσανοςοιβάσανοι
Γενικήτουβάσανου & βασάνουτωνβάσανων & βασάνων
Αιτιατικήτοβάσανοτουςβάσανους & βασάνους
Κλητική βάσανε βάσανοι

Συνώνυμα - Αντίθετα

βάσανο ουσ.

  1. Στυραννία3, μαρτύριο3: το βάσανο της δίψας
  2. Σμπελάς, σκοτούρα, έγνοια1: τα βάσανα της ζωής
  3. Σταλαιπωρία: Δεν τελειώνουν τα βάσανά μου!

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.