Λεξισκόπιο: αποχωρίζεται

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-χω-ρί-ζε-ται

Μορφολογία

αποχωρίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχωρίζωαποχωρίζουμε & αποχωρίζομε διαλ.
Βαποχωρίζειςαποχωρίζετε
Γαποχωρίζειαποχωρίζουν & αποχωρίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποχώριζεαποχωρίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποχωρίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχώρισααποχωρίσαμε
Βαποχώρισεςαποχωρίσατε
Γαποχώρισεαποχώρισαν & αποχωρίσαν προφ. & αποχωρίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχωρίσωαποχωρίσουμε & αποχωρίσομε διαλ.
Βαποχωρίσειςαποχωρίσετε
Γαποχωρίσειαποχωρίσουν & αποχωρίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποχώρισεαποχωρίσετε & αποχωρίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποχωρίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχώριζααποχωρίζαμε
Βαποχώριζεςαποχωρίζατε
Γαποχώριζεαποχώριζαν & αποχωρίζαν προφ. & αποχωρίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχωρίζομαιαποχωριζόμαστε
Βαποχωρίζεσαιαποχωρίζεστε & αποχωριζόσαστε προφ.
Γαποχωρίζεταιαποχωρίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποχωρίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαποχωριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχωρίστηκα & αποχωρίσθηκα λόγ. αποχωριστήκαμε & αποχωρισθήκαμε λόγ.
Βαποχωρίστηκες & αποχωρίσθηκες λόγ. αποχωριστήκατε & αποχωρισθήκατε λόγ.
Γαποχωρίστηκε & αποχωρίσθηκε λόγ. αποχωρίστηκαν & αποχωρίσθηκαν λόγ. & αποχωριστήκαν προφ. & αποχωριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχωριστώ & αποχωρισθώ λόγ. αποχωριστούμε & αποχωρισθούμε λόγ.
Βαποχωριστείς & αποχωρισθείς λόγ. αποχωριστείτε & αποχωρισθείτε λόγ.
Γαποχωριστεί & αποχωρισθεί λόγ. αποχωριστούν & αποχωρισθούν λόγ. & αποχωρισθούνε λόγ. & αποχωριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποχωρίσουαποχωριστείτε & αποχωρισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαποχωριστεί & αποχωρισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποχωριζόμουν & αποχωριζόμουνα προφ. αποχωριζόμασταν & αποχωριζόμαστε
Βαποχωριζόσουν & αποχωριζόσουνα προφ. αποχωριζόσασταν & αποχωριζόσαστε προφ.
Γαποχωριζόταν & αποχωριζότανε προφ. αποχωρίζονταν & αποχωριζόντανε προφ. & αποχωριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαποχωρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποχωρίζω ρήμ.

Σαποσυνδέω1, αποσπώ1 Αενώνω

αποχωρίζομαι

Σαφήνω2, εγκαταλείπω1: Από πολύ νωρίς αποχωρίστηκε τη γενέτειρά του.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.